United States or Kenya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στον καφενέ του Καπετάν-Πεφάνη το δειλινό πάντα μαζεμμένα τα γεροντάκια. Τις Κυριακές δεν έλειπε κανένας. Ήταν και η μέρα του βαποριού. Κάθε οκτώ και κάποτε κάθε δεκαπέντε έπιανε το βαπόρι του Βώλου. Κατά τον καιρό. Κάποτε περνούσε και μήνας που δεν έβλεπαν βαπόρι. Εκείνη την Κυριακή το περίμεναν χωρίς άλλο. Η θάλασσα ήταν λάδι.

ΓΙΑΓΙΑ Πού το έλπιζα, παιδί μου, να σε ξαναϊδώ! ΣΤΑΥΡΟΣ Καθήστε γιαγιά μου. Μην κλαίτε. Δεν κάνει να κλαίη κανείς άμα είναι στα χρόνια σας. Σε περίμενε το σπίτι, ο δρόμος, η χώρα, όλα σε περίμεναν. ΣΤΑΥΡΟΣ Σας πιστεύω, σας πιστεύω . . Κι αφού με περιμένατε δεν είτανε δυνατό παρά να έρθω μια μέρα . . . Έμαθες, Σταύρο, το θάνατό της;

Συγχισμένος και με απόφαση όμως, ήτρεξε στο σπίτι του που τον περίμεναν οι φίλοι του. Το γαμπρό τον είχε χαμένο κάμποσες ημέρες τώρα και ήταν πολύ θυμωμένος. Ωστόσο έξω από το σπίτι του γέρω Μαρούπα ήτανε πανηγύρι. Καμμιά εικοσαριά χωριανοί, άντρες και γυναίκες, εωρτάζανε τα περίφημα χοιροσφάγια, οπού τα περιμένουνε με πολλή ανυπομονησία οι φαγάδες.

Στέκονταν όλοι γύρα στο επιθανάτιο κρεβάτι της δόλιας Μάννας, της αληθινής μάννας του σπιτιού και περίμεναν το τέλος της, την ύστερη πνοή της με βαρυοθλιμμένο πρόσωπο και με δάκρυα στα μάτια. Σε λίγο ήρθε κι' ο παπάς με τ' αρτοφόρι για να τη μεταλάβη.

Οι άνθρωποι της Κορνουάλλης ακόμη ονομάζουν αυτήν την πέτρα «Πήδημα του Τριστάνου». Μπρος στην εκκλησιά, οι άλλοι όλο τον περίμεναν. Άδικα όμως, — γιατί τώρα πεια τον πήρε ο Θεός στη φύλαξί του. Φεύγει... Ο αλαφρός άμμος βουλιάζει στα πόδια του. Πέφτει χάμω, γυρίζει πίσω, βλέπει μακρυά τη φωτιά. Τριζομανάνε η φλόγες και ψηλά ανεβαίνει ο μαύρος καπνός. Κι' ο Τριστάνος φεύγει..

Μάννα και γυιός, δυο όντα στον κόσμο, που το ένα ζούσε για το άλλο, κάθονταν στην άκρη του τραπεζίου μελαγχολικοί, και περίμεναν τον παπά-Νικόλα να ευλογήση και ν' αρχίσουν να φαν, αλλ' ο παπά-Νικόλας αργούσε, γιατί ευλογούσε με τη σειρά τα τραπέζια των σπιτιών του χωριού, και δεν είχε φτάσει ακόμα στο σπίτι της Τασιούλαινας και του Γεωργάκη.

Τούλεγαν πως δεν ήξερε το Νόμο του Θεού, πως ήξερε περισσότερα για τη βασιλεία του κόσμου τούτου, παρά για τη Βασιλεία των Ουρανών. Πως δεν ήταν για παπάς. Η ίδια του η γυναίκα τον καταλαλούσε: — Όσοι είχανε χρόνια να μεταλάβουν περίμεναν να γίνης του λόγου σου παπάς, για να πάρουν τ' Άγια Μυστήρια. Όλες οι φκιασιδούδες, όλες οι πεταλούδες, εσένα περίμεναν να τους βάλης το πετραχήλι στο κεφάλι...

Αλλά ο Έφις βγήκε από το μαγαζί με το κεφάλι ψηλά, με το σκούφο στη μασχάλη, και απομακρυνόταν δίχως να απαντήσει. Κεφάλαιο τρίτο Άδικα όμως τις μέρες που ακολούθησαν και για εβδομάδες οι αδελφές Πιντόρ περίμεναν τον ανιψιό.

Η γυναίκες, που περίμεναν τους παράδες, σαν έφτασε ο ναύτης πήγαν να μάθουν και άκουσαν τη συφορά! Εμουρμούρισαν, φυσικά, γιατί η φτώχεια κάνει σκληρό τον άνθρωπο και ύποπτο. Ο καϋμένος ο ναύτης είπεν όλη την αλήθεια, μα δεν τον πίστεψαν.

Τον θάνατο της μάννας του δεν του τον είχαν γράψει τ' αδέρφια του για να μην του φανή πικρότερος στην Ξενιτειά, και τον περίμεναν ναρθή και να τον μάθη στην αγκαλιά του σπιτιού του. Πέρασε ο Άη- Δημήτρης, πέρασε των Ταξιαρχών, Γέρασε κι' ο Άη-Νικόλας και ζύγοναν και τα Χριστούγεννα. Ένα απόγευμα πρόβαλε ένας συχαρηκιάρης κι' άρπαξε το μαντήλι από το κεφάλι της Βασίλαινας!