United States or Åland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ή πως έπεσε στο νερό και θα τονέ βγάζανε πνιγμένον και τότε ούτε η μαμά, ούτε ο μπαμπάς, ούτε ταδέρφια θα μπορούσανε να ξαναχαρούν. Ο Σβεν τάκουγε όλα αυτά κ' εννοούσε μόνο πως η μαμά τον αγαπούσε περσότερο από όλους τους άλλους. Έπειτα έβαλε η μαμά το Σβεν και της διηγήθηκε τι είδε και τι έκαμε, πώς διασκέδασε και πόσο μακριά πήγε.

Και το μακρύ κοντάρι σερνόμενο τον βάραινε· μα απ' την πολλή τους βιάση 665 κανείς δε συλλογίστηκε, δεν είπε το κοντάρι να βγάλει του όξω απ' το μερί και να σταθεί στα πόδια· τόσο τους έσφιγγε ο οχτρός καθώς τον κουβαλούσαν. Και τον Τληιτόλεμο αντικρύ οι γκαρδιακοί συντρόφοι τον βγάζανε όξω απ' τη σφαγή.

Και βγάζανε οχ τον πόλεμο το γέρο τα γοργά του τα ζα δρωμένα, και μαζί το στρατηγό Μαχάο. Εκεί τον είδε κι' ένιωσε το γέρο ο Αχιλέας, τι έστεκε ομπρός στ' απλόκοιλου τρεχαντηριού την άκρη 600 θωρώντας τη βαριά δουλιά και τ' άχαρο κυνήγι· και κράζει εφτύς τον Πάτροκλο να βγει ναν του μιλήσει. Κι' εκείνας μόλις άκουσε απ' την καλύβα μέσα, βγήκε σαν Άρης... μα κακού αρχή είταν ναν του γίνει.

Πασπάλαε αφρός τα στήθια τους, τ' άσπριζε γύρω η σκόνη, σα βγάζανε απ' τον τάραχο τον πονεμένο αφέντη. Και σαν τον είδε ο Έχτορας πως έφευγε οχ τη μάχη έσκουξε σ' όλο το στρατό μ' αψιά φωνή μεγάλη 285 «Δαρδάνοι κονταρόπλιστοι και Τρώες και Λυκιώτες, θάρρος, παιδιά, και βάρτε τους ατρόμητα σαν άντρες! Έφυγε ο πιο παλικαράς οχτρός, κι' εμένα ο Δίας μεγάλη δόξα μούδωκε.

Δούλοι από την Αρμενία, με ζουγραφιστές ομπρέλλες τον σκιάζανε μεταξωτές και σκλάβες απ' τον Τίγρι, με ριπίδια αψηλά, πηγαίναν πλάι και τον ανεμίζαν απαλά. Στην Εγνατία την οδό, τα ροδοπέταλα βροχή. Στεφανωμένοι όλοι με κισσό για την υποδοχή. — Πολλά τα έτη, Αυτοκράτωρ! — — Άβε Τσαίζαρ Ιμπεράτορ! — Τα μάτια βγάζανε φωτιές, εβράχνιαζαν οι λάρυγγες κι' ολούθε αντηχούσαν οι παιάνες και η σάλπιγγες!

Μα κ' οι πατητάδες βγάζανε διάφορες φωνές για τη Χλόη και σαν σάτυροι, που έβλεπαν καμιά βάκχα, πηδούσανε πιο φρενιασμένα και παρακαλούσανε να γίνουν κοπάδι κ' εκείνη να τους βόσκη.

Κι' ο ένας βρήκε, ο Σαρπηδός, κατάμεσα τη γούβα, και διάβηκε ο πικρός χαλκός τη σάρκα ως πέρα πέρα, και μάβρη νύχτα ανήλιαγη του σκέπασε τα μάτια. Ο άλλος στο ζερβύ μερί τον λάβωσε, κι' η μύτη 660 ως κολλητά στο κόκκαλα σα λυσσασμένη πήγε· όμως ακόμα απ' τη σφαγή τον γλύτωσς ο γονιός του. Και το λεβέντη Σαρπηδό οι θεϊκοί συντρόφοι τον βγάζανε όξω απ' τη σφαγή.

Έφεγγαν τακόλαστα μάτια τους από χαρά σα διαβολική, μύρια ουρλιάσματα βγάζανε τα ορθάνοιχτα στόματά τους, ο βαρύς ο αχνός της αναπνοής τους έλεγες και την έπνιγε, όση ζωή της έμενε σε τέτοιο τρυφερό κορμί της κακόμοιρης. Γύρισε ο μισοζώντανος ο Ζανουλάκης, έρριξε θολή ματιά στο φριχτό το κακούργημα, και με βαρύ και κλαψάρικο γογγυτό αφίνει το στερνό του ανασασμό.