United States or Luxembourg ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφού το σώμα της Ξενούλας ανεσύρθη από το φρέαρ, πνιγμένον και νεκρόν, η γραία Χαδούλα δεν ήτο πλέον ήσυχη, κρυερός φόβος ήρχισε να την κατατρύχη . . . Έλεγεν ότι τώρα, αν και δεν έπταιε, δεν θα εγλύτωνε πλέον. Τω όντι, η εξουσία είχεν αρχίση να συλλαμβάνη υποψίας.

Αλλά επί πολλά λεπτά η καρδιά εξηκολούθει να κτυπά με πνιγμένον ήχον. Αλλ' όμως κανείς τόσον αδύνατον ήχον δεν μπορούσε πλέον ν' ακούση διά μέσου του τοίχου. Τέλος εσταμάτησεν. Ο γέρων είχεν αποθάνει. Ξανάβαλα το κρεββάτι εις την θέσιν του και παρετήρησα τον νεκρόν. Ναι, ήτο άκαμπτος ως νεκρός. Εστήριξα το χέρι εις το μέρος της καρδιάς και το εκράτησα έτσι επί τινα λεπτά. Δεν εκτυπούσε πλέον.

Η γυνή η άρρωστη είχεν αφήσει βραχνήν κραυγήν, κ' έτρεξε να κατέλθη τα δύο ή τρία λίθινα σκαλοπάτια της εισόδου, παραπατούσα και μόλις δυναμένη να βαδίζη εκ της αδυναμίας. Πριν αύτη φθάση πλησίον της στέρνας, η Γιαννού είχε πιάσει το μικρότερον κοράσιον, το οποίον της εφαίνετο μάλλον πνιγμένον ήδη, και το έσυρε βραδέως προς τα έξω, με την κεφαλήν πάντοτε επίστομα εις το νερόν.

Ή πως έπεσε στο νερό και θα τονέ βγάζανε πνιγμένον και τότε ούτε η μαμά, ούτε ο μπαμπάς, ούτε ταδέρφια θα μπορούσανε να ξαναχαρούν. Ο Σβεν τάκουγε όλα αυτά κ' εννοούσε μόνο πως η μαμά τον αγαπούσε περσότερο από όλους τους άλλους. Έπειτα έβαλε η μαμά το Σβεν και της διηγήθηκε τι είδε και τι έκαμε, πώς διασκέδασε και πόσο μακριά πήγε.

« Ομέρ-Βριώνης λύσσαξε, » Σαν κύταξε το αίμα » Πνιγμένον το Δερβίση του. » Προστάζειτο πλευρό του » Το σαλπιγκτή και γύρω του » Μαζόνει το στρατό του. » Και μεςτο νάνι έρριψε » Ειρωνικό ένα βλέμμα, » « Και λέγει: — 'Κείνο βλέπετε » Το μονωμένο χάνι; . . . » Πλιθάρι μην αφήσετε. » Απάνω σε πλιθάρι. » Κι' αφ' όσους είναι μέσα του » Μη μείνη ούτε ποδάρι. — » Αυτά προστάζει.

Όχι στην πλώρη· μήτε δίπλα μου δεν εξεχώριζα τίποτα. Τον κελαϊδισμό τους μόνον άκουα κ' εκείνον όμως κοματιαστόν, βουβόν, πνιγμένον σαν να ερχόταν από μακριά, από πηγάδι μέσα. Δαίμονας μ' έπιασε να πάω κοντά. Έλα όμως που δεν ημπορούσα ν' αφήσω τη θέσι μου. Έπρεπε ν' απαντάω κ' εγώ κάθε δυο λεφτά στον αλλαλαγμό. Ήμουν εκείνη την ώρα εγώ η φωνή της γολέτας· η ψυχή της ήμουν.