United States or Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν ακούς, Μοσχαδώ; Εγώ είμαι. Άνοιξε. Τίποτε. Κανένας δεν αποκρίθηκε. — Βρε, κουφαθήκανε σήμερα! Άνοιξε, σου λέω. Ένα σκυλί ξαφνιασμένο μες στο σκοτάδι άρχισε να γαυγίζη από μέσα, ξύνοντας την πόρτα με τα νύχια του. Γαύγιζε αγριεμμένο, έτρωγε το ξύλο με τα δόντια του. Γαβ! Γαβ! — Σκασμός, βρε Μπραήμη! Εγώ είμαι. Δε με κατάλαβες; Το σκυλί, με το ξένο όνομα, λύσσαξε περισσότερο.

Γένηκαν τέλος και ταραχές, κι απάνω στην έξαψη του ο όχλος κακομεταχειρίστηκε τους βασιλικούς αδριάντες. Λύσσαξε τότες ο Κωσταντίνος και στέλνει άλλο γράμμα, όχι πια ειρηνικό και στον Αλέξαντρο, παρά φοβεριστικό στον ίδιο τον Άρειο και τον προστάζει νάρθη και να του ξηγήση τακατανόητο δόγμα του. Έρχεται ο Άρειος, και με τη φοβερή του σοφιστική τον παραζαλίζει τον Αυτοκράτορα.

« Ομέρ-Βριώνης λύσσαξε, » Σαν κύταξε το αίμα » Πνιγμένον το Δερβίση του. » Προστάζειτο πλευρό του » Το σαλπιγκτή και γύρω του » Μαζόνει το στρατό του. » Και μεςτο νάνι έρριψε » Ειρωνικό ένα βλέμμα, » « Και λέγει: — 'Κείνο βλέπετε » Το μονωμένο χάνι; . . . » Πλιθάρι μην αφήσετε. » Απάνω σε πλιθάρι. » Κι' αφ' όσους είναι μέσα του » Μη μείνη ούτε ποδάρι. — » Αυτά προστάζει.

Αυτήν τη φορά, την ορμήνεψαν να μην πάρη πατριωτάκι, μα ξένο, για να μη λάβη θάρρος μαζί της. Επήρ' ένα κορίτσι από ξένα μέρη, απ' τη στεριά την αντικρινή, φτωχό, έρμο και σκοτεινό. Το ανάστησε, το πόνεσε, το μεγάλωσε. Η ψυχομάννα λύσσαξε, σκύλιασε, απ' το κακό της. Της ήρθεν, ευθύς, να την πετάξη όξω, αφού την γδύση, και να την αφήση με το πουκάμισο.

Και ο ιερεύς έλεγε μέσα του την Παράκλησιν όλην, από το «Πολλοίς συνεχόμενος» έως το «Πάντων προστατεύεις». Κι' ο μπάρμπα-Στεφανής εστενοχωρείτο μη δυνάμενος επί παρουσία του παπά να εκχύση ελευθέρως τας αφελείς βλασφημίας του, τας οποίας εμάσσα κ' έπνιγε μέσα του υποτονθυρίζων: «Σκύλιασε ο διαολόκαιρος, λύσσαξε! Θα σκάσης, αντίχριστε, Τούρκο!