United States or Côte d'Ivoire ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γιατί; γιατί και συ, Θανάση, δεν ακούγεσαι; Πού είνε η χρυσή Φωνή σου απόψε που συχνά τη λίμνη χαιρετούσε Κ' η λίμνη σε χαιρότουνε και σου χαμογελούσε; Γιατί 'σάν δίχως όρεξι καταμεσίς ξαπλώνεσαι Κ' ακουμπισμένοςτους σκαρμούς τα μάτια στηλωμένα Έχεις 'ψηλάτον ουρανό, 'σάν τ' άστρα ένα-ένα Ν' αναμετράς; Για το μικρό χωριό σου μη σε πόνεσε Μήνα για τον πατέρα σου τ' αδέρφια σου Θανάση; .. Ω μη! μη συκλετίζεσαι.

Είμαι το καμπαναρειό στο ναό του πόνου και για της ψυχές που έχουν σκοπό σημαίνει τους όρθρους και τους εσπερινούς η σιωπή μου. Σε κείνον που πόνεσε πρέπουν μακρυνές κορφές στο γέρμα του ηλιού. Σε 'κείνον που πόνεσε πρέπει το διαμάντι του αποσπερίτη κρεμάμενο το βράδυ απάνου από χιονισμένο βουνό. Σε κείνον που πόνεσε πρέπει το χρυσάφι των Αττικών βράχων πίσω από αυστηρό κυπαρίσσι.

Μα σαν τους είδε, πόνεσε η μαρμαρόλαιμη Ήρα 350 κι' αμέσως λέει της Αθήνας διο φτερωμένα λόγια «Ωχού μου, κόρη του Διός, Τι, πια δε θα νιαστούμε μια ακόμα καν στερνή φορά τους Αχαιούς που σβύνουν; Θάχουν θαρρώ άσκημα στερνά, και θαν τους συνεπάρει ανεμοζάλη ενός αντρός· μα αφτός πάρα λυσσάζει, 355 ο Έχτορας, γιατί έκανε έργο πολύ και θρήνος

Μα γιατί να φιλονικούν; Είδα μια πολύ νόστιμη στην Αθήνα, που ήθελε και καλά την καθαρέβουσα. Τάκουσα και πόνεσε η καρδιά μου. Τι θα κάμουμε τώρα εμείς; Θαρχίσουμε να συζητούμε κάθε τόσο με τις κυρίες, να τις μιλούμε για επιστήμη και γλωσσολογία, να τις δώσουμε να καταλάβουν πως η γλωσσολογία κ' η επιστήμη καθαρέβουσα δεν ξέρουν και πως μόνο εθνική γλώσσα γνωρίζουν; Όχι!

Και σαν τον είδε ο άφοβος του γέρου γιος Μενοίτη, τον πόνεσε και λόγια διο του μίλησε θρηνώντας 815 «Α δύστυχοι, των Αχαιών οπλαρχηγοί κι' αρχόντοι, έτσι λοιπόν σας μέλλουνταν, αλάργα από πατρίδα και φίλους, μ' άσπρο πάχος σας εδώ όρνια να χορτάστε.

Γιλβέρτο· αλλά κανείς από τις απλές λεπτομέρειες της φορεσιάς και του στολισμού δεν άντλησε τόσην ειρωνείαν αντιθέτως, τόσον άμεση και τραγικήν εντύπωση, τόσον οίκτον και πάθος, όσον αυτός ο Σαίξπηρ, οπλισμένος από το κεφάλι ως τα πόδια ο πεθαμένος Βασιλιάς περπατεί περήφανα στα στρατόπεδα της Elseneur, γιατί δεν πάνε όλα καλά στη Δανιμαρκία· η εβραϊκή καζάκα του Σάυλωκ είναι μέρος του στίγματος, κάτω από το οποίον η λαβωμένη εκείνη και πικραμένη φύση στριφογυρίζει με αγωνία· ο Arthur παρακαλώντας για τη ζωή του δεν μπορεί να σκεφθή καλύτερο επιχείρημα από το μαντήλι που είχε δώσει στον Hubert. «Έχεις καρδιά; όταν πόνεσε το κεφάλι σου, έδεσα το μαντήλι μου γύρω στο μέτωπό σουτο καλύτερο μαντήλι πούχα, μια πριγκηπέσσα μου το είχε φτιασμένο και δεν σου το ζήτησα ποτέ πίσω». Και η αιματόβρεχτη πετσέτα του Orlando δίνει τον πρώτο πένθιμο τόνο στο εξαίσιο εκείνο ειδύλλιο του δάσους και μας δείχνει τα βάθη του αισθήματος που κρύβει το γεμάτο φαντασία πνεύμα κ' η πεισματάρικη αστειότης της Rosalind.

Αυτήν τη φορά, την ορμήνεψαν να μην πάρη πατριωτάκι, μα ξένο, για να μη λάβη θάρρος μαζί της. Επήρ' ένα κορίτσι από ξένα μέρη, απ' τη στεριά την αντικρινή, φτωχό, έρμο και σκοτεινό. Το ανάστησε, το πόνεσε, το μεγάλωσε. Η ψυχομάννα λύσσαξε, σκύλιασε, απ' το κακό της. Της ήρθεν, ευθύς, να την πετάξη όξω, αφού την γδύση, και να την αφήση με το πουκάμισο.

Σφουγγίζει τα μάτια του ο Παυλής, και ξεκινώντας ρίχτει ματιά κατά ταπάνω προς την πισινή τη μεριά του σπιτιού. Και τι να δη; Τη Σμαράγδα κλαμένη, ταπεινωμένη, απελπισμένη! Τραβιέται το κορίτσι αμέσως να μη φανή. Εκείνος ως τόσο το είδε, το πόνεσε, και ζωγραφιούνταν ο πόνος του στην όψη του όλη. Την αγαπούσε πια ο Παυλής τη Σμαράγδα. Έρχεται μεσημέρι, καθίζουνε στο φαεί. Τραπέζι μουσαφίρικο.

Α δεν είτανε για το παιδί μου που σα να το πόνεσε και μπορεί μαθές να το πάρη κατάκαρδα, ατή μου θα πήγαινα να τον πιάσω τον αθεόφοβο! Την Κουταλιανή θα πάω να βάλω να του τα πη. Μα η αγάπη πάλε δεν είνε μάτια μονάχα που δεν έχει, δεν έχει μήτε αυτιά. Μπορεί να μας την κλέψη κιόλας και με το ζόρι. Να γυρίσω πάλε του Κωσταντή τα μυαλά, αργάτης και πάλι δε σώνει!

Και σαν την είδε κι' έκλαιγε, την πόνεσε η ψυχή του, και τρυφερά τη χάιδεψε και με καημό της είπε 485 «Μη μου βαριοπικραίνεσαι, γυναίκα, και κανένας, αν δεν το γράφει η μοίρα μου, στον Άδη δε με στέλνει. Ειδέ απ' το ριζικό κανείς δε θα σωθεί ποτές του, θες αντριωμένος θες δειλός, μιας που βρεθεί στον κόσμο.