United States or Algeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η πρώτη μου αμέσως σκέψις ήτο ότι η παρουσία σας ίσως συντελέση εις το να φέρη τροπήν ευχάριστον εις την κατάστασιν της θυγατρός μου. Ατυχώς η εντύπωσις την οποίαν επροξένησεν εις την αδελφήν μου η ομοιότης του Κυρίου Μαιμά με τον δυστυχή εκείνον νέον... Ο γέρων εσιώπησε. — Λυπούμαι κατάκαρδα, υπέλαβα διά την ατυχή σύμπτωσιν.

Να σας πω την αλήθεια, είναι καιρός τώρα που προσμένω να μας βγη κανένας ποιητής, που να μελετήση κατάκαρδα τα μεσαιωνικά μας αφτά ποιήματα· νομίζω μάλιστα πως μπορούμε, και κάποτες έχουμε χρέος, όταν το φέρη η σειρά του λόγου, να παίρνουμε καμιά λέξη αρχαία, εννοώ της κλασσικής εποχής, να την κεντήσουμε πουθενά με τις άλλες, φτάνει να είναι κι ο τύπος της δημοτικός σαν τους άλλους.

Σα να το είχαν ασέβεια να το μολογήσουν, σα να το λυπούνταν κατάκαρδα που τ' Ανατολικό το Κράτος δεν μπορούσε πια να φυλάξη τα ρωμαϊκά τα προσόντα ανάλλαγα στο Βυζάντιο μέσα.

Κι' αγάπησε μίαν κόρην, ήτις ήτον μεγαλειτέρα απ' αυτόν στα χρόνια, και ήθελε να την λάβη σύζυγον. «Ή θα την πάρω, μάνα, ή θα σκοτωθώ». Το είχε πάρει κατάκαρδα. Ήτον «ερωτοχτυπημένος». Τώρα, τι να κάμη η εξαδέλφη μου Μαχούλα; Ν' αφήση τον υιόν της να εμβή στα βάσανα, τόσον νέος, κι' αυτή να έχη τεσσάρας κόρας ανυπάνδρους, να τας καμαρώνη; Και ποιος γονιός το δέχεται αυτό;

ΟΡΑΤΙΟΣ Δεν θέλει αργήση απ' την Αγγλίαν, ό,τι συνέβη εκεί, να μάθη. ΑΜΛΕΤΟΣ Δεν θ' αργήση το πράγμα· ο μεταξύ καιρός είναι δικός μου· και όσον έ ν α να ειπής τόσ' η ζωή του ανθρώπου. Αλλά κατάκαρδα λυπούμαι, Οράτιε φίλε, 'πού τόσο μέσ' από τα όριά μου εβγήκα με τον Λαέρτην· επειδή, μέσ' από την όψιν του αγώνος μου, βλέπω του ιδικού του εικόνα.

Ο Τιγγελίνος με ενίκησεν . . . ή μάλλον όχι! Απλώς αι νίκαι μου εγγίζουν εις το τέλος των. Έζησα όπως ήθελον. Θα αποθάνω, όπως μου αρέσκει. Μην το πάρετε κατάκαρδα. » Κανείς Θεός δεν μου υπεσχέθη την αθανασίαν, και ό,τι μου συμβαίνει, δεν είναι απροσδόκητον. Συ, Βινίκιε, πλανάσαι βεβαιών ότι μόνος ο Θεός σας διδάσκει να αποθνήσκωμεν εν γαλήνη. Όχι!

Έτσι κι ο Ιουστινιανός τώρα έφερε Ανθέμιους κ' Ισίδωρους από τις επαρχίες· και τόσο κατάκαρδα πήρε τη δουλειά που και σπίτι έχτισε και προσκυνητάρι δικό του στη γειτονιά, να βρίσκεται κοντά και να πιστατή μονάχος. Και καθώς είδαμε δεν πέρασαν έξη χρόνια κ' έμπαινε με τη λαμπρή συνοδιά του να εγκαινιάση το νέο του μεγαλούργημα. Μα ας έρθουμε στην περιγραφή της περιξάκουστης αυτής εκκλησιάς.

Αυτό δεν μου αρέσει, έλεγεν η γάτα της κουζίνας. — Ούτε και μένα! έλεγεν η του δωματίου «αλλά δεν το παίρνω κατάκαρδα! Η Μπομπέττα ημπορεί βέβαια να αρραβωνισθή με τον κοκκινογένη! Αλλά και αυτός δεν ξαναήλθε εδώ, από τότε που ήθελε να ανεβή επάνω 'στη στέγηΚακαί Δυνάμεις ασκούν το παιγνίδι των γύρω μας και μέσα μας. Αυτό το είχε αντιληφθή ο Ρούντυ και είχε πολύ συλλογισθή γι' αυτό το πράγμα.

ΛΑΕΡΤΗΣ Εις τους καλούς του φίλους ταις αγκάλαις μου ανοίγω, και, ως ο ζωοδότης πελεκάνος , 'ς αυτούς είμ' έτοιμος να δώσω το αίμα μου τροφήν. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Τώρα ομιλείς, Λαέρτη, ως αγαθός υιός και ως ευγενής τωόντι. Ότ' είμαι αθώος του θανάτου του πατρός σου, και ότι κατάκαρδα λυπούμαι και τον κλαίω, τούτ' ως ίσια γραμμήτον νουν σου θα περάση όπως το φωςτον οφθαλμόν σου.

Ο αμαξηλάτης κάθησε στη θέση του, πήρε τα λουριά και το καμουτσίκι στα χέρια του και φώναξε καμαρωτός και δυνατά: «Ντε!, ντε!» Τ' άλογα τράβηξαν αγάλι' αγάλια, η σούστα κουνήθηκε, τ' αντρόγυνο απόμεινε εκεί, ο ένας στο πλάι του άλλου, γελαστοί, ευχαριστημένοι κατάκαρδα με κάποια λάμψη περηφάνειας στα μάτια τους, για τη μεγάλη εκείνη τιμή της κόρης τους.