Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Ιουλίου 2025
Άκουσε, αγαπητή θεά, την παράκλησίν μας, διότι, όπως ραγίζεται η καρδιά του ανθρώπου να βλέπη ένα εύμορφον άνθρωπον με γυναίκα άπιστη, έτσι λυπάται κατάκαρδα να βλέπη ένα παληάνθρωπο ακεράτωτο. Δείξε λοιπόν την δικαιοσύνη σου, αγαπητή θεά, και δος του την τύχη που του πρέπει. ΧΑΡΜΙΟΝ. Αμήν. ΑΛΕΞΑΣ. Για κύτταξ' εκεί!
Κι' ο γιος τ' Ατριά από τα δεινά κατάκαρδα θλιμένος γύρναε παντού και πρόσταζε τους βροντολάλους κράχτες 10 χώρια έναν ένα σε βουλή τους στρατηγούς να κράξουν δίχως φωνές· και δούλεβε κι' ατός του με τους πρώτους. Κι' άκαρδοι παν και στη βουλή καθίζουν.
Κ' εις τούτους εσηκώθη Ο ήρως μέγας βασιλεύς Ατρείδης Αγαμέμνων θλιμμένος, και κατάκαρδα όλος θυμόν γεμάτος· Και όμοια τα μάτια του ωσάν φωτιά λαμπρή 'ταν. Πρώτα τον Κάλχαντα κακά κυττάζοντας, τον είπε· Κακόμαντι, χαροποιόν ποτέ σου δεν με είπες. Πάντοτε τα κακά 'γαπά ο νους σου να μαντεύη. Λόγον καλόν δεν λάλησες· ούτ' έκαμες ποτέ σου.
Τα μάτια του ήσαν πάντα γυρμένα κατά τη γη, και τα λόγια του μετρημένα. Μόνο από καιρό σε καιρό, χωρίς κανένας να ξέρη την αιτία, σιγοάνοιγε τα χλωμά του χείλια και χαμογελούσε. Ο Ρήγας το πήρε κατάκαρδα.
Η Μιχάλαινα μάλιστα που σταλήθεια τον αγαπούσε σαν αδερφό της, τόσο κατάκαρδα το πήρε, που μήτε στιγμή δεν τον άφινε το Μιχάλη να λείψη από σιμά της. Να του τα λέη και να του τα ξαναλέη, τα γλέντια, τα ξεφαντώματα, τις χάρες και τα γέλοια, την καλοσύνη του και τη χρυσή του καρδιά, και νάρθη λέει ο μαύρος ο χάρος να τα ρημάξη όλα και να τα σκοτεινιάση.
Α δεν είτανε για το παιδί μου που σα να το πόνεσε και μπορεί μαθές να το πάρη κατάκαρδα, ατή μου θα πήγαινα να τον πιάσω τον αθεόφοβο! Την Κουταλιανή θα πάω να βάλω να του τα πη. Μα η αγάπη πάλε δεν είνε μάτια μονάχα που δεν έχει, δεν έχει μήτε αυτιά. Μπορεί να μας την κλέψη κιόλας και με το ζόρι. Να γυρίσω πάλε του Κωσταντή τα μυαλά, αργάτης και πάλι δε σώνει!
Συνεμερίζετο άρά γε και αυτός τους φόβους των συγχωρικών του περί της θεραπείας του; Η συστολή με την οποίαν απεκρίνετο, οπόταν συνέβαινε να τον συναντήσω, το λοξόν βλέμμα με το οποίον εκύτταζε τους διαβαίνοντας, ενώ συνωμίλουν μετ' αυτού, ταύτα και άλλα εμαρτύρουν ότι ο δυστυχής είχε τας υποψίας του. Τον ελυπούμην κατάκαρδα.
Την πήρε στα χέρια του και την εφίλησε γλυκά. Λίγο-λίγο πήρε κουράγιο εκείνη. «Φίλη, ω φίλη, τι σε βασανίζει έτσι; — Φοβάμαι, Μεγαλειότατε. Σας είδα τόσο θυμωμένο. — Ναι, γύριζα θυμωμένος απ' αυτό το κυνήγι. — Α! Μεγαλειότατε, αν σας λύπησαν οι κυνηγοί, αξίζει τάχα να τα πέρνετε τόσο κατάκαρδα αυτά τα πράγματα;» Γέλασε ο Μάρκος μ' αυτή την κουβέντα. «Όχι, φίλη, δεν με θύμωσαν οι κυνηγοί μου.
Θύραις ολούθε ανοίγουν Κι' ολούθε τώρα οι χριστιανοί 'ςταίς εκλησιαίς μας σμίγουν 'Στό Μεσολόγγι μοναχά, απόψι διακρίνω Μέσα 'ς ταις εκκλησιαίς ερμιά, και η ερμιά εκείνη Βαρύ κρυφό παράπονο κατάκαρδα μου αφίνει Που ένα δάκρυ φλογερό δίχως να νοιώσω χύνω Και μου ραγίζεται η καρδιά και δυο μεγάλοι βόγγοι Με πνίγουν μέσ' ς'τα στήθηα μου. Καϋμένο Μεσολόγγι!
Η Λενιώ, η ατυχής παραγκωνισθείσα, το επήρε κατάκαρδα. Εφαίνετο ολίγον ασχημούτσικη, και ήτον χλωμή και κακοπλασμένη εξ αρχής. Είτε έπασχεν αρχήθεν, είτε όχι, το βέβαιον είνε ότι απέθανε φθισική, ολίγον χρόνον ύστερον, μετά δύο μήνας από τον γάμον της Μαργαρώς! Ιδού πώς αθρόως και χονδρικώς, ούτως ειπείν, διεσκεδάζετο η φιλόστοργος ανησυχία των εξαδελφάδων της Ασημήνας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν