United States or Christmas Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατ' εκείνας τας ημέρας έφθασεν επιστολή εξ Αμερικής. Ο Θανάσης έγραφεν ότι είνε καλά, και ότι ολίγον ακόμα θ' αργήση να έλθη διά να φέρη πολλές λίρες. Παρήλθον χρόνοι. Ο Θανάσης έλειπεν ήδη εις την Αμερικήν, και θα ήτο πλέον ή 35 ετών ήδη. Η αδελφή του είχεν υπερβή το εικοστόν. Και τέλος δεν είχε μεγαλώσει πολύ, και η μήτηρ της έτρεφε πεποίθησιν ότι δεν θα εβράδυνε πολύ η τύχη της κόρης να έλθη.

Και τούτο άμ' άκουσε ο καλός υιός του Αλκινόου, 'ς την μέση τους επρόβαλε, κ' είπετον Οδυσσέα• «Πατέρα ξένε, έλα και συ, κάποιον αγών', αν ξεύρης, 145 δοκίμασε, και φαίνεται 'που αγώναις θα γνωρίζης• ότι, όσο ζη, 'ς τον άνθρωπο δόξα είναι πρώτη εκείνο, 'που κατορθόνει των χειρών και των ποδιών του η ρώμη. έλ', αγωνίσου, αστόχησε τους πόνους της καρδιάς σου• και το προβάδισμα ποσώς μη φοβηθής ν' αργήση• 150 το πλοίον ήδη ερρίχθηκε, και οι σύντροφοι έτοιμ' είναι».

Καλλίτερα η έχθρα των να κόψη την ζωήν μου, παρά να μη με αγαπάς, κι’ ο θάνατος ν' αργήση. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Και ποιος σ' ωδήγησεν εδώ τον δρόμον σου να εύρης; ΡΩΜΑΙΟΣ Ο Έρως, που μου έδειξε τον τρόπον να τον μάθω· εκείνος έβαλε τον νουν, κ' έβαλα 'γώ τα μάτια.

Κατήλθον εις τα δωμάτια, όπως βεβαιωθώ συγχρόνως αν κατέχω ακόμη την κλίνην μου, αλλ’ ούτ' εν τη ευρεία και πολυτελεί του πλοίου αιθούση υπήρχε τι προδίδον πολυκοσμίαν. — Καλά, είπον, αφού εφορτώθησαν αι αποσκευαί, δεν θ' αργήση να επιβιβασθή και ο στρατός.

Μου είπε μάλιστα να φάω και να πέσω, γιατί θ' αργήση σαν πάντα... — Έβαλες κακό στο νου σου, κορίτσι μου; ρώτησε ο αστυνόμος. — Γιατί να βάλω; είπε η κοπέλλα. Ο μακαρίτης, και ζώντας η ψυχομάννα μου, έτσι το συνήθιζε πάντα. Έφευγε αποβραδύς για το ψάρεμα και γύριζε τα ξημερώματα. Ένας και δυο τάχα τον είχανε ιδεί, σταυροπόδι στο μώλο, ως τα ξημερώματα του Θεού; Του είχε κολλήσει μανία.

Ο Κουπώ νεύει προς την σύζυγον ότι δεν θ' αργήση. Επειδή την φιλοπονίαν του δεν είχε χαυνώσει ακόμη το οινόπνευμα, ο καλός εργάτης ήθελε να τελειώση την εργασίαν την οποίαν είχεν αρχίσει.

Ιωάννου του Προδρόμου, όπου θα υπήρχε μόνον ύπαιθρον ή ανεπαρκές υπόστεγον και παραπολλή δρόσος πρωιμωτέρα ή ώστε να είνε επιθυμητή. — Μη στέκεσαι καθόλου, επανέλαβεν ο Αϊχαραλαμπίτης· τράβα, γιατί θα νυχτώσης, και θ' αργήση το φεγγάρι να βγη. — Τώρα νύχτωσε που νύχτωσε, είπεν αποφασιστικώς ο μπάρμπα- Κωνσταντός· καλλίτερα είνε να καθίσω προς ώρα να ξεκουραστώ, ως που να βγη το φεγγάρι...

Και το μισό βασίλειον, οπού επήρες προίκα δεν το ξεχνάς. ΡΕΓ. Παρακαλώ, εις την ουσίαν έλα. ΛΗΡ Ποιος έβαλετον φάλαγγα τον άνθρωπον αυτόν μου; ΚΟΡΝ. Τι είναι τα σαλπίσματα; ΡΕΓ. Θα είν' η αδελφή μου. Μου έγραψε ότι εδώ να έλθη δεν θ' αργήση. ΡΕΓ. Ήλθ' η κυρία σου; ΛΗΡ Αυτός ένας αχρείος είναι, που ’γέμισε αυθάδειαν κ' επάνω του το 'πήρε, αφ' ότου η κυρία του του έδωκεν αέρα.

Εγώ θα γυρίζω γύρω γύρω από τα δεξιά προς τα αριστερά, και έτσι θα μετράτε και σεις γύρω γύρω, καθένας τον αριθμόν που του πέφτει, και αυτό πρέπει να γείνη σαν αστραπή, και οποίος αργήση ή κάμη λάθος, θα φάη ένα μπατσο και ούτω καθεξής, ως το χίλια. — Ήτο θελκτικόν να το βλέπη κανείς. Εγύριζε γύρω γύρω με τον βραχίονα εκτεταμένον.

Σκοτίδ' άσ'βος , επανέλαβεν ο παπά-Αζαρίας, το φεγγάρι θ' αργήση τρεις ώραις... πώς θα πας ως εκεί, μοναχός σου;... Κακοστρατιά, κλεφτότοπος... θα πέσης 'σε κανένα γκρεμνό να κατασκοτωθής. — Τι με συμβουλεύεις, γέροντα, να κάμω;... είπε ψοφοδεής ο μπάρμπα-Κωνσταντός ο πάρεδρος. Ο παπά-Αζαρίας εσκέφθη προς στιγμήν, αλλ' η όψις του δεν εξέφραζε πνευματικόν τι.