United States or New Zealand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στο πέρασμά της το ξώστεγο έτριζε και από τον τοίχο και το φθαρμένο ξύλο έπεφτε μια γκρίζα σκόνη σαν στάχτη. Ο Έφις την περίμενε να κατέβει.

Ταμάξια παρατρέχανε το ένα το άλλο, ποιο να φθάση γληγορώτερα σε κάποιο φανταστικό πανηγύρι, οι καβαλλάρηδες σχίζανε περήφανοι, με το ρυθμικό τους πέρασμα, το πλήθος και πού και πού καμμιά διαβολική μηχανή, με βαθειά βογγητά ξεπερνούσε με βάναυση ορμή πεζούς και καβαλλάρηδες, σαν ακέφαλο θηρίο, που καμάρωνε την ασχημιά του.

Τα όπλα τους γυάλιζαν ανάμεσα στις σκλήθρες της όχθης και το ξεψυχισμένο γαύγισμα των σκυλιών από μακριά φανέρωνε το πέρασμά τους.

Α! Πώς ένας τρελλός θα ήτο τόσον γνωστικός; Και τότε, όταν το κεφάλι μου ευρίσκετο μέσα εις το δωμάτιον, άνοιγα το φανάρι μου με προφύλαξιν, ω! με πόσην προφύλαξιν, διότι αι στρόφιγγες έτριζαντο μισάνοιξα τόσον, ώστε να είναι δυνατόν το πέρασμα μιας λεπτής δέσμης φωτός, την οποίαν διηύθυνα εις το γύπειον μάτι. Και αυτό, το επανέλαβα, επί επτά όλας νύκτακάθε νύκτα το μεσονύκτιον ακριβώς.

Ο γέρο-Σταμάτης, αν δεν ηπατήθη, ή δεν ήθελε να «πουλήση δούλεψιν», είχεν ακούσει, εις το πέρασμά του, σχέδια και μηχανορραφίας μελετωμένας μεταξύ των νέων αυτών, εξ ων εύρε πέντε ή έξ συνηθροισμένους εις την δροσεράν κοιλάδα την ημέραν εκείνην.

Ο Πέτρος κ' η Μαρία ήτανε σαν ένα κορμί ασύγκριτα μοιρασμένο, σαν μια ζυγή ψυχούλα, σαν ένα χαμόγελο διπλό και σαν ένα δίδυμον όνειρο. Ο ήλιος χαιρότανε να τους βλέπη από ψηλά, το φεγγάρι αναγάλλιαζε απάνω στα ξανθά μαλλιά τους και τα περιβόλια μεθούσανε απ' τις μυρωδιές στο πέρασμά τους.

Ο Τριστάνος έπιασε στο πέρασμα ένα απ' αυτούς από τα ορθωμένα κόκκινα μαλλιά τόσο δυνατά ώστε αναποδογύρισε στα καπούλια του αλόγου του, και τον εσταμάτησε. — Ο Θεός να σας σώση, ωραίε κύριε! είπεν ο Τριστάνος. Από ποιο δρόμο έρχεται ο δράκονταςΚαι όταν ο φυγάς τούδειξε το δρόμο, ο Τριστάνος τον άφησε. Το τέρας επλησίαζε.

Και πια σαν ήρθαν στου γοργού το πέρασμα ποτάμου πούχε του Δία κάνει ο γιος, στου κυματάρη Ξάνθου, τους κόβει εκεί, και τους μισούς στον κάμπο κυνηγούσε κατά τη χώρα, οπούτρεχαν κατάφοβοι οι Αργίτες τη μέρα πριν, σα μάνιαζε τ' αφέντη ο γιος Πριάμου· 5 εκεί τρεχάτοι χύθηκαν, κι' ομπρός ναν τους μπερδέψει άπλωσε η Ήρα 'να πηχτό σκοτάδι. Οι άλλοι πάλι σπρωχνόντουσαν προς το βαθύ αφράργυρο ποτάμι.

Κοκκίνισε σαν την παπαρούνα τ' Απρίλη στο πρόσωπο, μου χάρισε και δεύτερη συμπαθητικιά ματιά που μου ανατάραξε τα σωθικά όλα, όπως θολώνει κάθε διαβάτης στο πέρασμά του τα λαγαρά βάθη του ποταμού, και με το σιγαλό της «ευχαριστώ» την άκουσα να μουρμουρίση και τούτα: — Αλλοίμονό μου, πώς κατάντησα. Ήταν σεμνότατα τα λόγια της και δεν της αντιλογήθηκα.

Την διάρκειαν της ασθενείας της και ό,τι άλλο μέλλεις να μάθης, θα αναγνώσης εις την επιστολήν ταύτην. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Άφες με σε παρακαλώ. Ψυχή ευγενής απήλθε του κόσμου! Η τωρινή απόλαυση γυρίζει με το πέρασμα του καιρού και γίνεται το αντίθετό της. Είναι καλή γιατί πια δεν υπάρχει· το χέρι που την απόδιωχνε, τώρα θέλει να την φέρει πίσω. Πρέπει να γλυτώσω πια απ' αυτή τη γόησσα Βασίλισσα.