United States or Åland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το σπιτάκι μου, τ' αρχοντικό μου που σφαλάγγι τώρα το χαίρεται ο Τουρτούρης όπως κι όλο το έχει μας. Έμπαινα κ' η καρδιά μου αναγάλλιαζε. Είχα τόσα χρόνια που τ' ωνειριαζόμουν ένα τέτοιο σπίτι. Για φαντάσου! Από τον καιρό που με πήρε νύφη μου το υποσκέθηκε ο μακαρίτης. — Θα κάμω ένα σπίτι έτσι κι αλλοιώς. Κ' εγώ το περίμενα μέρα σε μέρα· χρόνο με χρόνο. Το σπίτι το παλιό ήταν σαράβαλο.

Τα καρυοφύλλια δείχνουνε μεςτα κλαριά το στόμα Σαν άγρυπναις δεντρογαλιαίς. Εδώθ' εκείθ' αστράφτουν Άγρια μάτια φλογερά, ανάμεσατα φύλλα, Λες κ' ήταν θράκια σκεπαστά. Πρώτη πνοή θ' ανάψουν. Ένοιωθε κι' αναγάλλιαζε τη δύναμή του ο Διάκος. Μένει με μιας ακίνητος. Εσταύρωσε τα χέρια Και κατά την Αγάθωνα το πρόσωπό του στρέφει.

Πίσω οι σκαφτιάδες έφερναν το βαρύ μάρμαρο, τρικλίζοντας κι αγκομαχώντας. Γύρω και πέρα το ηλιοψημένο χώμα άχνιζε και λαύριζε σαν τη στέρφα γη της Αφρικής. — Μητέρα!.. μητέρα!.. έβγα να ιδής μητέρα! εφώναξε ο Αριστόδημος καθώς πλησίασε στο σπίτι· στη φέρνω τέλος πάντων! Δεν είχε αμφιβολία πως κ' εκείνη θ' αναγάλλιαζε για το ηύρεμά του. Το σπίτι όμως έμεινε κλειστό κ' έρημο. Αμέσως πάγωσε.

Ως κ' η γριά, που πάντα στο κρεββάτι η καημένη, ως κι αυτή χτυπούσε τα κοκκαλιασμένα της παλάμια, κι αναγάλλιαζε δείχνοντας τόνα και μονάχο της δόντι. Πανηγύρι σωστό. Αντιλαλούσαν τα ξεφωνητά τους κάτω και κάτω στο δρόμο. Απάνω σε κείνη την ώρα να κι ο Δημήτρης, που ξεμύτισε από ταραχνιασμένο του σπίτι να δη τι μαντάτα η παγίδα. Κι αντίς παγίδα, τι βλέπει και τι ακούγει! Φαγοπότια και ξεφαντώματα!

Ο Πέτρος κ' η Μαρία ήτανε σαν ένα κορμί ασύγκριτα μοιρασμένο, σαν μια ζυγή ψυχούλα, σαν ένα χαμόγελο διπλό και σαν ένα δίδυμον όνειρο. Ο ήλιος χαιρότανε να τους βλέπη από ψηλά, το φεγγάρι αναγάλλιαζε απάνω στα ξανθά μαλλιά τους και τα περιβόλια μεθούσανε απ' τις μυρωδιές στο πέρασμά τους.