United States or Austria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και κατέβηκε σιγά-σιγά τις σκάλες. Ο Παπα-Παρθένης έμεινε στην ανοικτή πόρτα, σα ξεχασμένος, κυττάζοντας στο υγρό σκοτάδι, με μια βαθειά μελαγχολία. Η μυρωδιά του βρεμμένου χώματος, το σιγαλό και μονότονο χτύπημα της βροχής απάνω στα κεραμίδια και το σβισμένο βουητό της θαλάσσης, που δαρμένη απ' τη φουσκοθαλασσιά της νοτιάς αναστέναζε ακόμα απ' το μακρυνό περιγιάλι, τον μεθούσαν σα γλυκό κρασί.

Και καθώς τα σμπρώχναμε, για να περάσουμε, 'τινάζουνταν πένθιμα με μολυβένια θλίψη και μ' έν' λυπηρό, λυπηρότατο τρίξιμο απάνω στα κεφάλια μας, στους ώμους μας, απάνω στο σαμάρι, απάνω στα κορμιά των αλόγων που τα κουδούνια τους κρεμασμένα προς τα κάτου έχυναν έναν αχό μελαγχολικό, πολύ σιγαλό, αγάλι' αγάλια και πένθιμο, απάνω κάτω σα νεκρικό σκοπό.

Με μια κοντή ρεμπούμπλικα καφετιά, μ' ένα κοντό σακκάκι, μ' ένα κόκκινο λαιμοδέτη και με στενά πανταλόνια. Είχε ένα σιγαλό, κοριτσιάτικο περπάτημα, μια ντροπή πάντα στα μεγάλα στρογγυλά μάτια του. Στον ντόπο, τον είχα για πρώτο μπουζουκιτζή, και γλέντι μ' αυτόν και με το μπουζούκι του είταν σωστό ξεφάντωμα.

Κοκκίνισε σαν την παπαρούνα τ' Απρίλη στο πρόσωπο, μου χάρισε και δεύτερη συμπαθητικιά ματιά που μου ανατάραξε τα σωθικά όλα. Όπως θολώνει κάθε διαβάτης στο πέρασμά του τα λαγαρά βάθη του ποπαμού, και με το σιγαλό της «ευχαριστώ» την άκουσα να μουρμουρίση και τούτα: — Αλλοίμονό μου, πώς κατάντησα. Ήταν σεμνότατα τα λόγια της και δεν της αντιλογήθηκα.

και προχωρούσε ολάρμενο κι αργό και σιγαλό κι ολόλευκο σαν την αυγή που ανέβαινε ολοένα και θέρμαινε και τη ζωή ξυπνούσε στο γιαλό, και τα κλειστά παράθυρα άνοιγαν ένα ένα. Καθόμαστε· σε κοίταξα, με κοίταξες αργά· το βλέμμα σου έφεγγε θαμπό σα σκοτεινό πετράδι. Μου φάνηκε πώς έτρεμε μη φύγη η αυγή γοργά και φτάση η μέρα σέρνοντας κοντά της το αχνό βράδυ.

Κοκκίνισε σαν την παπαρούνα τ' Απρίλη στο πρόσωπο, μου χάρισε και δεύτερη συμπαθητικιά ματιά που μου ανατάραξε τα σωθικά όλα, όπως θολώνει κάθε διαβάτης στο πέρασμά του τα λαγαρά βάθη του ποταμού, και με το σιγαλό της «ευχαριστώ» την άκουσα να μουρμουρίση και τούτα: — Αλλοίμονό μου, πώς κατάντησα. Ήταν σεμνότατα τα λόγια της και δεν της αντιλογήθηκα.

Αγναντεύουμ' έναν ευγενικόν πόνο που θαρρούμε πως θα χαρίση στις ημέρες μας την πορφυρή αξιοπρέπεια της τραγωδίας, μ' αυτός περνάει δίπλα μας και φεύγει κι άλλα λιγώτερο ευγενικά πράγματα παίρνουν τη θέση του και κάποιο γκρίζο ανεμόδαρτο χάραμμα ή κανένα μυρωμένο σιγαλό και χρυσαφένιο απόβραδο βρίσκουμε πως μ' ανάλγητην έκπληξη ή πέτρινη καρδιά κυττάμε μια πλεξούδα χρυσών μαλλιών, που τόσο άγρια κάποτε λατρέψαμε και τόσο τρελλά φιλήσαμε.

Ο ύπνος έδεσε στην αγκαλιά του σπίτια, δέντρα και ανθρώπους. Σε λίγο τολοστρόγγυλο φεγγάρι, ήσυχο και βουβό, σα να μην ήθελε να ταράξη τον όμορφον ύπνο, πρόβαλε απ' την ψηλή κορφή και ψήλωσε πάνω απ' τα λευκά σπιτάκια. Το φως του χύθηκε σιγαλό σ' όλα τα γνώριμα μέρη.

Ξύπνησε, μικρομάννα, το παιδί σου και κλαίει· ξύπνησε! Γύρισε στο δωμάτιο μ' αποστροφή. Η μοναξιά του φαίνονταν μεγαλείτερη και πιο αβάσταγη τώρα. Έρριξε τα μάτια στο μετόχι του κι ανατρίχιασε. Το σκαμμένο χώμα ασπρολόγαε. Ανάμεσα στους σωρούς, τα χαντάκια έχασκαν σαν τάφοι ορθάνοιχτοι. Από πάνω τους ανάδευαν τα σκοτάδια με σιγαλό και κρύο ανάδεμα.

Σήκωσαν τα ποτήρια τους και τάφεραν στα χείλια μ' ένα σιγαλό χαιρετισμό, χωρίς να τσουγκρίσουν τα ποτήρια. Όλ' αυτά έγιναν με μια ησυχία μοναδική, χωρίς ήχον ή λόγο.