United States or Iran ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα καλτερίμια των ανηφορικών δρόμων του χωριού, η πέτρινες ρούγες, τα μαρμαρένια πεζούλια, η αφρόπλακες και τ' ασπρολίθια των σπιτιών γιάλιζαν, λαμπύριζαν στο σεληνόφωτο. Άνοιγαν ανάρια κι αραδαριά τα παραθύρια τα καγγελωτά, σα βάρυπνα μάτια μεγάλα, κ' έφεγγαν μέσα τα σπίτια. Ύστερ' άνοιγαν πόρτες και παραπόρτια κ' εχύνονταν στους δρόμους πλήθος άντρες και γυναικόπαιδα κ' έπερναν τον ανήφορο.

Προσευχόταν, ήρεμος, μισανοίγοντας κάθε τόσο τα μάτια για να δει τους συντρόφους του που κοιμόνταν κάτω από μια βελανιδιά. Ήταν νύχτα ακόμη αλλά αχνόφεγγε το φως στην Ανατολή ανάμεσα στα βουνά που άνοιγαν προς τη θάλασσα: εκεί ξυπνούσε η αυγή.

Αυτό μ' έγγιξεν εκεί που με πονούσε. Τα γράμματά σου δεν ήρχοντο τακτικά, γιατί τα άνοιγαν στον δρόμο. Και δεν φθάνει, που δεν άφηναν μέσα τίποτε, μόνον ύστερα εντρέπονταν να τα φέρουν ανοιγμένα, και έτσι έμενα εγώ χωρίς ειδήσεις σου, κ' εκαθόμουν κ' έκλαια. Μολαταύτα δεν του είπα τίποτε. Τόσον καιρό υπόφερα, ας υποφέρ' ακόμα.

Τα ξέσκουφα και ξεμανίκωτα, τα ξυπόλυτα και ξεμαλιασμένα, τα ξεβιδωμένα και λιγδιάρικα χωριατόπουλα, που τόσο πανηγυρικά την εσυντρόφεβαν. Μες από το λόγκο τόρα, κατωκεί, χαμηλά, μια κοκινάδα σκοτωμένη, κάτι σκιές αιματόχρωμες, κεικάτω χαμηλά, πίσω απ το βουνό κι από τη θάλασσα, άνοιγαν του φεγγαριού το μαγεμένο δρόμο στους άπειρους απάνω θόλους.

Κ' έτσι καμμιά βολά έρχονταν και 'ςτά χέρια και κάπου κάπου και 'ςτ' άρματα, κ' έπαιζε ξύλο κι άνοιγαν λαβωματιές. Κακοπάθαιναν και τα μαύρα τα πρόβατα. Αυτά ξανάλεγαν οι αγωγιάτες. Κ' έπαιρναν όλο το δίκιο με το μεράδι τους αυτοί, γιατ' ήταν από τη φάρα των τσελιγκάδων. Ύστερα είπαν για τους νέους μουχτάριδες πού θα νάβγαζαν τη χρονιά εκείνη.

Αν ευτυχισμένη οικειότης τους έφερε πάλι εγκαίρως κοντά, αν αγάπη και επιείκεια εγεννώντο μεταξύ τους και άνοιγαν τις καρδιές τους, ίσως θα μπορούσε ακόμη να σωθή ο φίλος μας. Υπήρχεν ακόμη και ένα παράδοξο περιστατικό. Ο Βέρθερος καθώς ξέρομε από τα γράμματά του, ποτέ του δεν το έκρυβε πως ποθούσε να αφήση τον κόσμο.

Πόσο αψηλόσκεπου σπιτιού εφτάφαρδή 'ναι η πόρτα ανθρώπου πλούσιου, τεχνικά φτιασμένη με μαντάλους, τόσο μεγάλες τ' άνοιγαν ζερβόδεξα οι φτερούγες. Κι' από ψηλά διαβαίνοντας το κάστρο γοργοπέτης βουτάει δεξά τους· κι' όλοι εκεί τον είδαν μ' αναγάλλια 320 κι' εντός τους έγιανε η καρδιά στα πληγωμένα στήθια.

Είδεν, ότι ήτο γεμάτη καρπόν· εγνώριζεν ότι ο καρπός της καστανιάς είναι απ' έξω σαν μία αγκιδωτή σφαίρα και μέσα έχει δύο ή τρία κάστανα η κάθε μία. — Τι καλά, εσυλλογίσθη, η Βασιλική αγαπά τα κάστανα, θα ανεβώ να της κόψω ολίγα. Δεν επρόφθασεν όμως, πέντε πουλάκια με κελαδήματα χαράς επετάχθησαν μέσα από το δένδρον και με το ράμφος των άνοιγαν τον καρπόν και τα κάστανα έπεφταν κάτω.

Οι θύρες τότες άνοιγαν μια-μια, και μια γλυκή φωνή έβγαινε από μέσα: — «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι' ό,τι κι αν είσαι, θαυρής φωτιά να ζεσταθής, και ψωμί να χορτά'ης.. »

Παρέκει άλλη παρέα διεσκέδαζεν, εξαγριώνουσα προς λυσσώδη πάλην δύο χασάπικους κύνας, περί ους συνεκεντρώθησαν και παίδεςλούστροικαι απέφραττον την διάβασιν, ενώ δύο αστυφύλακες, με τα κράνη των, άνοιγαν έν καφενείον διά να χαρτοπαίξουν.