United States or Sierra Leone ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αντίκρυ, μέσα στη σκιά που άπλωνε στα νερά το βουνό του Προδρόμου, η «Αθηνά» σάλευε παραπονετικά. Ο Μοναχάκης κουβαριασμένος απάνω στην άμμο, μέσα στην αγκαλιά του Γερο-Φλώκου, μ' ένα ροχαλητό που έβγαινε από το στήθος του, σήκωσε το κεφάλι του με κόπο και κάρφωσε τα μάτια του μισοσβυσμένα απάνω στο μπρίκι. Το πρόσωπό του ήταν σαν κερί, το στήθος του ανεβοκατέβαινε σ' ένα βουβό αναφυλλητό.

Ώρες βάσταξε, το πάλαιμα, κι' ο φονιάς, βλέποντας, ότι δε μπορούσε να βάλη χέρι στο άψυχο κορμί και ν' αρπάξη τους κόπους και τους ίδρους τεσσάρων χρόνων, αναγκάστηκε ν' απομακρυνθή και να φύγη. Εννοείται, ότι αν ο φονιάς είχε ένα πιστόλι, θα ξαπλώνονταν κι' ο Γκεσούλης νεκρό στο πλάγι τ' αφέντη του. Αλλά οι δολοφόνοι δεν αγαπούν τα βροντερά όπλα και πάντα προτιμούν το βουβό μαχαίρι.

Χτυπάει η ακίνητη καρδιά, και το βουβό το στόμα Παίρνει αλαφρόν ανασασμό κι' αρχίζει και 'μιλάει: — Πόσο βαρηά εκειμώμουνα!... πού ήμουν και πού να είμαι; Δεν είσαι συ η Πεντάμορφη με τα σαράντα αδέρφια; Δεν είν' αυτό το κάστρο σου; δεν είν' αυτός ο κάμπος Που μια φορά επελάγωσα με βασιληάδων αίμα; Πού ήμουν όντας πλάγιασα, και τώρα πού ξυπνάω;

Ο ύπνος έδεσε στην αγκαλιά του σπίτια, δέντρα και ανθρώπους. Σε λίγο τολοστρόγγυλο φεγγάρι, ήσυχο και βουβό, σα να μην ήθελε να ταράξη τον όμορφον ύπνο, πρόβαλε απ' την ψηλή κορφή και ψήλωσε πάνω απ' τα λευκά σπιτάκια. Το φως του χύθηκε σιγαλό σ' όλα τα γνώριμα μέρη.

Λάμπει ο ήλιος, κελαϊδούν της άνοιξης τ' αηδόνια, Κ' εκείνο μένει ασάλευτο, βουβό από τόσα χρόνια. Κάποια νεράιδα της ερμιάς και μάγισσα ωργισμένη Το καταράστηκε βαριά και μάρμαρο έχει γένει. Και το παλάτι ερήμαξε, το σκέπασαν τα δάση Κι' ως τόρα πόδι ανθρωπινό δεν έχει εκεί περάσει.

ΟΡΑΤΙΟΣ Τ' άκουσα κ' είναι πιστευτόν· αλλά τηράτε η Αυγή με πορφυρήν χλαμύδα πώς βαδίζειτην δρόσον του βουνού 'πού υψόνετ' εκεί πέρα. Ας σηκωθούμε απ' την φρουράν μας, και ό,τι απόψε έχομε ιδή, φρονώ πως είναι ανάγκη ο νέος Αμλέτος να το μάθη· επειδή το πνεύμα κείνο, 'ς εμάς βουβό, 'ς αυτόν , θαρρώ, θα κρίνη.

Αν είτανε μέρα και κατεβαίναμε, ίσως βρίσκαμε και μερικά λυχνάρια κομματιασμένα, που τι είδαν από τη στιγμή που βγήκαν από του τεχνίτη το χέρι, με πεισματάρικη σιωπή κρυφό το φυλάγουν! Το βλέπεις, το βλέπεις το λυχνάρι, το ρωτάς με λαχτάρα, σε τι ομορφιές έχυσε φως, σε τι αρετές, σε τι αλήθειες, σε τι μεγαλεία και δόξες, και στόμα δεν ανοίγει να σου μιλήση το βουβό το κεραμιδοκόμματο!

Δεν άφηκε η ψυχή του Άλλο σημάδι οπίσω της παράταχνό το στόμα, Σα μιαν αχτίδα φεγγαριούτο μάρμαρο του τάφου, Ένα χαμόγελο βουβό, νεκρό, σαβανωμένοτου γέροντα ταρματωλού τα κάτασπρα τα γένεια. Σπρώχνειτη θήκη κόκκινο το γιαταγάνι ο κλέφτης, Κι' αρπάζει το δισάκκι του! 'Σ τη μια μεριά φορτόνει Το κρίθινό του το ψωμί, 'ς την άλλη ματωμένο Το λείψανό του τακριβό.

Όταν κουράσθηκε να χορεύη, η πιο όμορφη από τις κοπέλλες πέρασε το λευκό της χέρι γύρω από τη μέση του και τον έσυρε παράμερα κάτω από τις ψηλές λεύκες. Περπατούσαν αμίλητοι απάνω στο μαλακό χορτάρι και δεν άκουγαν τα βήματά τους. Ύστερα η ξανθή κοπέλλα τον έφερε δίπλα σε μια βρύση. Το κρυσταλλένιο νερό της βρύσης κυλούσε σαν φως απάνω στα πυκνά πολυτρίχια, βουβό, χωρίς κανένα γαργάρισμα.

Είδα κουφό μια 'μέρα και είπα εν σπουδή: «ποτέ του δεν θ' ακούση εκείνα που θα 'δη». Κι' είδα στραβό και είπα «μη για το φως στενάξης, εκείνα που θ' ακούσης ποτέ δεν θα κυττάξης». Κι' είδα βουβό και είπα «γιατί στενοχωρείσαι; έχεις το μέγα δώρον, εγκράτειαν της γλώσσης». Κι' είδα χωλό και είπα «ευτυχισμένος είσαι, που δεν 'μπορείς να τρέχης και 'στάς διαδηλώσεις»