United States or Brazil ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν θέλω εγώ ιστορίες μες στο σπήτι μου, ακούς;... — Να βρω κάμερα και φεύγω, κυρά!... Δεν επρόφθασε να τελειώση τον λόγον, και, πατ, κιούτ! του έρχονται δύο κατακεφαλιαίς εκ των όπισθεν. Η Κατερνιώ, με ελαφρόν βήμα, είχε πλησιάσει εκ των νώτων, κ' εννοούσε να εκδικηθή διά την προσβολήν. — Φχαριστώ, κερά μου...μη χερότερα!

Ησύχασε, κυρά μου, κι' ο λύκος τη φωλιά του δεν τη μολύνει ποτέ!... Εδώ η κυρά Γιάνναινα, δεν της αρέσουν τα παιγνίδια, μήτε τα λαλούμενα. Η Κατερνιώ έβαλε το λαγούτο πλάγιον επί του στέρνου της, κ' έκαμνε τάχα πως το παίζει. — Άφησέ το, κυρά μου, μη το καταπιάνεσαι! ...Δεν είνε για τα χεράκια σου...

Υπήρχον δύο ή τρεις μπεκιάρηδες, μία οικογένεια με πέντε ή έξ παιδιά, μία νέα ζωντοχήρα, Κατερνιώ η Πολίτισσα, ξενοδουλεύουσα, ζώσα κατά το φαινόμενον ολομόναχη· και το μέσα δωμάτιον εις τον μυχόν της αυλής κατείχεν η σπιτονοικοκυρά κυρά Γιάνναινα, χήρα με την κόρην της, την Δημητρούλαν. Η μάνδρα με τα πενιχρά οικήματα έκειτο είς τινα πάροδον, ανάμεσα στου Ψυρρή και στου Τάτση.

Όταν ο Βαγγέλης, την νύκτα της ιδίας ημέρας, ευρέθη ότι είχε πίει πολύ ρακί και κρασί, τότε ενθυμήθη την πρωινήν μικράν σκηνήν με την Κατερνιώ, την ζωντοχήραν, και φαίνεται ότι έδωκε την ερμηνείαν, την οποίαν ήθελε να δώση σύμφωνα με τους καπνούς της ώρας εκείνης. Επανήλθε διά να κοιμηθή την μίαν μετά τα μεσάνυχτα.

Τότε έκαμεν αυστηράς παρατηρήσεις εις τον Βαγγέλην. Αυτής δεν της χρειάζονται τα τοιούτα. Δεν ανέχεται να κακοσυστηθή στη γειτονιά το σπήτι της. Και θα της κάμη την χάρι να της αδειάση την γωνιά. Η νοικάρισσα, η Κατερνιώ η Πολίτισσα, κάτοχος του δευτέρου δωματίου, καθώς έμβαινες από την αυλόπορτα, ήτον θαρρετή κ' ελεύθερη γυναίκα.

Αι τέσσαρες γυναίκες, η σπιτονοικοκυρά μαζί με την κόρην της, η Κατερνιώ η ζωντοχήρα, κ' η κυρά Μήτραινα, η μήτηρ της μισής δουζίνας παιδιών, έκαμαν μέγαν συνασπισμόν και σταυροφορίαν εναντίον της Σταυρούλας.

Καθώς εμβήκεν από την αυλόπορταν, εστάθη παρά την δευτέραν θύραν και κατ' αρχάς εγρουτσάνισε δύο ή τρεις φθόγγους με το πλήκτρον επί του λαγούτου, είτα με τους όνυχας, ήρχισε να γρουτσανίζη και την σανίδα της θύρας. — Άνοιξε, Μαριώ μ', την πόρτα!... Ε! Κατερνιώ μ'! άνοιξε. Η Κατερνιώ, ή εκοιμάτο, ή έξυπνη ήτο, δεν έδωκεν απάντησιν.

Ο Βαγγέλης απεχώρησεν ήνοιξε την ιδίαν θύραν του, δύο πόρτες παραπέρα, κ' έμεινεν άγρυπνος, μονολογών, μορμυρίζων και σιγοτραγουδών, ως το πρωί. Είτα εκοιμήθη έως το μεσημέρι. Όταν εξύπνησεν ήκουσε την Κατερνιώ απ' έξω να διακωδωνίζη προς τας άλλας γειτονίσσας το συμβάν της νυκτός, ως κωδωνοφόρος αρετή, είδος κροταλίου.

Ο Βαγγέλης από το δωμάτιόν του ήκουε την φωνήν της Κατερνιώς, ήτις διεμαρτύρετο λέγουσα: — Και ποια είμ' εγώ! ...Θάρρεψε πως ήμουν καμμιά σαν τα μούτρα του, ο χαμένος! ...Αν δεν του σπάσω το κεφάλι του, να το κάμω μακρουλό και κούφιο και πλακαρό, σαν το λαγούτο του, να μη με λένε Κατερνιώ. Ο οργανοπαίκτης, αισθανόμενος μεγάλην καρηβαρίαν, συνάμα δε και φόβον κ' εντροπήν, δεν εξήλθεν ως το βράδυ.