United States or Laos ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τάχα δεν έπρεπε να τραβήξω τον κόπανο επάνω, να ξεφράξω τη μπούκα, για ν' αδειάση μονομιάς η στέρνα, πριν πνίγουν τα κοριτσάκια, τα καϋμένα! Ήτο αληθές άλλως, ότι δεν το είχε σκεφθή. Πλην υπάρχει υποκρισία και εν τη ειλικρινεία. Η Φραγκογιαννού ετίναξε τα κράσπεδα των ενδυμάτων της, τα διάβροχα, και ρίπτουσα βλέμμα επί τα δύο αναίσθητα σώματα, ήρχισεν εν βία και σπουδή να λέγη·

Τα μαλλιά μπροστά αιγκλόν και πίσω δεμένα με φιόγκο ταφτά φέϊγ-μορτ πολύ χαμηλά, σαν κοριτσάκια δεκάξη χρονών. Η μια είχε και φασαμέν, η άλλη μια μύτη με μπιμπίκια.

Κ' η Λιόλια το κρατούσε στην αγκαλιά της ολημέρα: κι αλήθεια σαν κούκλα ήτονε μέσα στα χέρια της που κι αυτή κοριτσάκι ήτον ακόμα κ' έδειχνε σαν κοριτσάκι πούπαιζε κ' έκανε τη μητέρα. . . Και την έσφιγγε η Λιόλια που δεν έπαιζε ποτέ της κούκλες την κερένια της την κούκλα μ' όλο το πάθος που αισθάνονται τα κοριτσάκια για τις μεγάλες κούκλες τους.

Θυμήθηκε που είδε εις βιβλία κοριτσάκια ντυμένα με άνθη. Άνθος θέλω να γίνω και εγώ, καλή Νεράιδα, τέτοιο όμοιο διά να μένω πάντα εδώ. Ανόητα πράγματα μου ζητείς, απαντά η Νεράιδα. Το θέλω, λέγει, δεν δίδεις εσύτα παιδιά ό,τι κι αν σου ζητούν; Και χαϊδευμένη καθώς ήτο η Ανθούλα, εκτύπησε με πείσμα το πόδι της. Αφού το θέλεις, είπε σοβαρά η Νεράιδα, ας γίνη.

«Τι δούλεψι να κάμη κανείς στη φτώχεια! . . . Η μεγαλείτερη καλωσύνη που μπορούσε να τους κάμη θα ήτον να είχε κανείς στερφοβότανο να τους δώση. Γιατί κάνει όλο κοριτσάκια, κι' αυτή η φτωχιά! . . . Θαρρώ πως έχει πέντ' έξη ως τώρα. Δεν ξέρω αν της έχη πεθάνει κανένα . . . απ' αυτά τα εφτάψυχα

Το μικρότερον, χλωμόν, κακονδυμένον, εφαίνετο μάλλον να πάσχει από «ζούραν», ήτοι παιδικόν μαρασμόν. — Κοριτσάκια, είπεν η Φραγκογιαννού, τι εκάνετ' εδώ;. . . Πού είν' η μάνα σας; Το μεγαλείτερον κοράσιον απήντησε·Πίτι. — Στο σπίτι, ηρμήνευσεν η γραία. Μα πού στο σπίτι; Εδώ ή στο χωριό; — Ζεν είναι ζω, είπε πάλιν το μικρόν.

Καλά που ήρθαμε και το στρώσαμ' εδώ, είπεν ο Νικολός· εάν κανέν' απ' αυτά τα κοριτσάκια τώρα εξεθάρρευε ν' ανεβή παραπάνω, ή αν ταις ήρχετο να παν να προσκυνήσουν ως την εκκλησιά — ή αν ταις είχε δώσει παραγγελία η μαννού τους ν' ανάψουν τα καντήλιαπου προλάβαμε ημείς και τ' ανάψαμεβέβαια θα μας έβλεπαν να σκάβουμε 'κει απάνω.

Εις τον κήπον έως το βράδυ τα ζωηρά κοριτσάκια διεσκέδασαν λαμπρά, έπαιξαν κρυφτό, κυνηγητό, εκουνήσθησαν εις την μεγάλην κούνια κάτω από την κληματαριά. Όταν ενύκτωσε πλέον και ευρέθη μόνη η Ανθούλα ήτο κατακουρασμένη από τα πολλά παιγνίδια. — Πήγαινε να κοιμηθής, της είπεν η γιαγιά μετά το δείπνον^ ξημερώνει αύριον Δευτέρα και πρέπει να είσαι με την ώρα σου εις το σχολείο.

Αλλ' η διδασκάλισσα του χωρίου, φλύαρος γεροντοκόρη, το είπεν εις τα μικρά κοριτσάκια αργολογούσα την επαύριον, και το δυστύχημα εφανερώθη μίαν εβδομάδα προ του αγίου Νικολάου.