United States or New Zealand ? Vote for the TOP Country of the Week !


τον Αίγυπτον οι αθάνατοι, ενώ για δω κινούσα, μ' εκράτησαν, ότιαυτούς δεν έκαμα εκατόμβαις• κ' εκείνοι να ενθυμούμεθα ταις προσταγαίς τους θέλουν. κ' είναι νησίτην θάλασσα την πολυκυματούσα, εκείτον Αίγυπτον εμπρός, και Φάρο τ' ονομάζουν, 355 και απέχει τόσο διάστημα, όσο μετρά καράβι, αν πρύμος άνεμος σφοδρός ολήμερα φυσήση• λιμένας μέσ' ακίνδυνος, απ' όπου τα καράβια βγάζουντην θάλασσαν, αφού μαύρο νερόν επήραν. κει μ' εκρατούσαν οι θεοί είκοσ' ημέραις, μήτε 360 άνεμοι θαλασσόπνοοι φαίνονταν, 'που τα πλοία ξεπροβοδούντα διάπλατα τα νώτα της θαλάσσης. και θε να ελείπαν η τροφαίς, κ' οι άνδρες θα εμαραίναν, αν μια δεν μ' είχ' ελεηθή θεά, και μ' είχε σώσει, κόρη τ' ανδρείου γέροντα της θάλασσας Πρωτέα, 365 η Ειδοθέα, 'πώγγιξα μάλιστ' αυτής το σπλάχνος. αυτή μ' ηύρε οπού σέρνομουν, χωρίς συντρόφους, μόνος• ότι εγυρίζαντο νησί και αλίευαν εκείνοι, με κυρτ' αγκίστρια, την σκληρή την πείναν όπως σιγάσουν. και αυτή κοντά μου εστάθηκε, μου ωμίλησε και είπε• 370

Κι όλοι γύρω γελούν σα διαβαίνω και με σπρώχνουν παντού όπου ρωτώ, με θωρούνε γυμνό, πεινασμένο, ξένο, αλήτη με λεν, περιττό. Και βρισμένος, διωγμένος, πιο πέρα λαχταρώντας το τρέχω ολημέρα. Και η ψυχή πάντα μέσα μου λιώνει, άλλο πια δε βαστά το κορμί να γυρεύη όπου φτάνει όπου σώνει το ψωμί, το γλυκό το ψωμί. Αχ, ως ήρθα απ τη γη θα περάσω τον καημό του χωρίς να χορτάσω.

Μας έδωκε γάλα, γιαούρτι, χλωρό τυρί· ύστερα σαν εψήθηκαν τ' αρνιά, μας εφίλεψε ένα μεγάλο κομμάτι από παγίδια κι' από πλάτη, κ' εξεφαντώσαμε. Μία φαμίλια απ' την Πλάκα, που κάθισαν εκεί κοντά να ξεφαντώσουν, μας εγνώριζαν· μας έστειλαν ένα φλασκί γεμάτο κρασί, κ' ήπιαμε στην υγειά τους. Περάσαμε πολύ καλά ολημέρα. Το βράδυ γυρίσαμε στο σπίτι μας.

Κ' η Λιόλια το κρατούσε στην αγκαλιά της ολημέρα: κι αλήθεια σαν κούκλα ήτονε μέσα στα χέρια της που κι αυτή κοριτσάκι ήτον ακόμα κ' έδειχνε σαν κοριτσάκι πούπαιζε κ' έκανε τη μητέρα. . . Και την έσφιγγε η Λιόλια που δεν έπαιζε ποτέ της κούκλες την κερένια της την κούκλα μ' όλο το πάθος που αισθάνονται τα κοριτσάκια για τις μεγάλες κούκλες τους.

Μολαταύτα κάθε πρωί ανοίγουν διάπλατες οι πύλες της πόλης και πεζοί ή πάνω σε άρματα οι πολεμισταί προχωρούν στη μάχη και μυκτηρίζουν τους εχθρούς των πίσω από τις σιδερένιες τους μάσκες. Ολημέρα λυσσομανάει η αμάχη, κι όταν η νύχτα πέση, λαμπυρίζουν τα δαδιά στις τέντες κι' ανάβει ο φανός στη μεγάλη κάμαρα.

Σ' είδος που δεν απεικάζω, Έχω δίκιο να θαυμάζω. Η ασίγητή σου γλώσσα, Πώς μπορεί να κόφτη τόσα, Και με τέτια γληγοράδα, Που ποτέ σχεδόν αράδα Σε κανέναν δεν αφίνει, Άντα βάνεται να κρίνη. Κι' όσο ομπρός αυτή πηγαίνει, Οχι μόνον αποσταίνει, Μόνε σα να σου τροχέται, Όσο πλιότερο κινιέται, Έχει πάντα νιόν αθέρα Να μη παύη ολημέρα, Προξενάει σωστήν αιτία Να μπουν όλοι σ' απορία.

Αυτά 'παν, κ' εκατάπεισαν την ανδρική ψυχή μου. 475 και τότε αυτού καθόμασθεν, ολημέρα ως το δείλι μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό, φαγοποτώντας. και ο ήλιος άμ' εβύθισε κ' ήλθε κατόπι' η νύκτα, εις τα ισκιωμένα μέγαρα επλάγιασαν εκείνοι•της Κίρκης εγώ ανέβηκα την ζηλεμμένην κλίνη, 480 και της θεάς τα γόνατα αγκάλιασα ως ικέτης. μ' άκουεν εκείνη• κ' έλεγα με λόγια πτερωμένα• «ω Κίρκη, την υπόσχεσι, 'που επήρες, τέλειωσε μου• εις την πατρίδα στείλε με• το θέλ' ήδ' η ψυχή μου, τη θέλουν όλ' οι σύντροφοι, 'που την καρδιά μου τρώγουν, 485 τριγύρω μου οδυρόμενοι, την ώρα οπού συ λείπεις».