United States or Tanzania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότ' είπε του Πηλέα ο γιος βαριά αγαναχτισμένος «Ξάνθο, θανάτους μη μηνάς, καιρός δεν είναι τώρα. 420 Ναί, ξέρω αφτό κι' εγώ καλά, γραφτό 'ναι εδώ να πέσω μακριά απ' τους έρμους μου γονιούς. Μα κι' έτσι εγώ δε φέβγω, πρέπει τους Τρώες πρώτα εδώ πελέκι να χορτάσωΕίπε, και λάλαε τ' άλογα μπροστά μπροστά αλυχτώντας.

Εμειδία, και ήτο ευμενής. — Τι σας ήρθε, βρε παιδιά, κυριακάτικα και δε μ' αφήσατε δυο ώρες τώρα να χαρώ τον μεσημεριάτικο τον ύπνο μου, νταπ, ντουπ, ντουπ, ντουπ, δύο ώρες; Κ εγώ το είχα πάρη δίπλα ανάμεσα στης κουμαριές, στον ίσκιο ενός ορνιού, κ' έλεγα να χορτάσω τον ύπνο. — Τίποτα, μπάρμπα Τριαντάφυλλε, τίποτα, είπεν εν αμηχανία ο Νικολός.

Αν γράφτηκε εκεί κάτου να σκοτωθώ, ώρα μου καλή! Εφτύς το λάζο ας πιάσει 225 κι' ας με τελιώσει ο Αχιλιάς, σαν πάρω το παιδί μου στην αγκαλιά μου κι' ο πικρός χορτάσω μοιρολόγι

Η δε Ιωάννα ανύψωνεν ενίοτε υγρά βλέμματα προς τον πατέρα κράζουσα «Πεινώ! ». Εν αρχή μεν ο φιλόστοργος γονεύς ανατείνων τους κατίσχνους βραχίονας εις ουρανόν απεκρίνετο ως η Μήδεια «Τας φλέβας μου θέλω ανοίξει, ίνα διά του αίματός μου σε χορτάσω». Αλλά βαθμηδόν τοσούτον εξήρανεν η πείνα τον λάρυγγα και την καρδίαν του, ώστε εις τους θρήνους της θυγατρός απεκρίνετο λακωνικώς «Πήδα».

Ημέραις έπλεε δεκαεπτά, καιτην δεκάτη ογδόη τα ισκιωμένα εφάνηκαν τα όρη των Φαιάκων, της γης, οπού εγγυτότερηντον δρόμο του απαντούσε• 280 και ωσάν ασπίδα εφαίνονταντα σκοτεινά πελάγη. κ' έστρεφε απ' τους Αιθίοπαις ο μέγας κοσμοσείστης, και αυτόν μακρόθ' εξάνοιξεν απ' τα όρη των Σολύμων, οπ' έπλεετην θάλασσα, και ωργίσθη ακόμη πλέον. την κεφαλήν εκίνησε και μόνος είπε• «Ω Θε μου! 285 άλλα οι θεοί βουλεύθηκαν ως προς τον Οδυσσέα, ενώ ήμουντους Αιθίοπαις• κ' ιδού, 'που των Φαιάκων εκείνος έγγιξε την γη, 'που η μοίρα του εκεί θέλει το μέγα δίκτυ του κακού να φύγη, οπού τον έχει. αλλά θαρρώ 'π' ακόμη εγώ θα τον χορτάσω πάθη». 290

Άκουσον τώρα τους λόγους μου, σοι δίδω καλήν συμβουλήν. Απόδος μοι τον υιόν μου και άπελθε εκ της χώρας ταύτης ατιμώρητος, μολονότι ηφάνισας ατίμως το τριτημόριον των στρατιωτών μου· εάν δεν πράξης ό,τι σε διατάττω, ομνύω εις τον ήλιον, τον θεόν των Μασσαγετών, ότι όσον και αν ήσαι άπληστος, θα σε χορτάσω αίμα.» Ο Κύρος ουδεμίαν έδωκε προσοχήν εις τους λόγους τούτους.

Έβλεπα τα χωράφια μου, που πηδούσα, σαν ζαρκάδι, με τα ομόηλικά μου, κι' έπαιζα τ' αγαπημένα μου τα παιγνίδια, που δε μπορούσα να τα χορτάσω ποτέ.

Αμέ τα βουνά εκείνα της Αττικής, που τάβλεπα πρώτη φορά στην Κηφισιά και δεν μπορούσα να τα χορτάσω, πού θα τα χαρούν τα μάτια μου τώρα που φέβγω; Όταν ο ήλιος βασιλέβει, πέρα πέρα, τα βουνάκια ροδοσκοτεινιάζουν αράδα αράδα, το ένα πίσω από τάλλο, λες πως πλαγιάζουνε να κοιμηθούνε· το τελεφταίο το βουνάκι, κάτω κάτω, που φαίνεται μόλις, τόχει ψιλή καταχνιά κουκκουλωμένο και δεν μπορείς να καταλάβης αν είναι σύννεφο, αν είναι βουνό.

Την Χριστίναν την ήθελα μόνον και μόνον διά να την απολαύσω, να την χορτάσω, να την βαρεθώ και ν' αρχίσω έπειτα, καθώς πριν, να τρώγω, να κοιμούμαι, να πηγαίνω εις τον περίπατον και να παίζω πρέφαν και κοντσίναν εις την λέσχην.

Ποσάκις δακρύων εξ αγνώστου χαράς έμεινα κρυφά εις την γωνίαν εκεί κάτω ακίνητος, ως ο φιλάργυρος ο φοβούμενος μη κλέψωσι τον θησαυρόν του· έμεινα να βλέπω κρυφά-κρυφά την τρυφεράν αυτήν του Επιταφίου πομπήν, κατερχομένην από τον ανήφορον, εισπνέων βαθέως εν άσθματι ως εντός κήπου ανθέων, ως να ήθελον να ροφήσω διά μιας όλην εκείνην την μαρμαρυγήν, ως να ήθελον να χορτάσω όλην εκείνην την αχόρταστον μαγείαν!