United States or Lesotho ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και κατά το έτος τούτο το Μέγα Σάββατον την αυγήν ο μπάρμπα-Κώστας ήτο εις την θέσιν του υπερήφανος διά το πρόσωπον το φοβερόν οπού ήθελεν υποκριθή. Καθήμενος προ των πυλών του κενού, πλην καταφωτίστου ναού, ανέμενε την επάνοδον του Επιταφίου, έχων ύφος επίσημον κυριάρχου. Δεν ήτο πλέον ο πτωχός κανδηλάπτης με την κεφαλήν κάτω. Ίστατο ασκεπής επί του μαρμαρίνου κατωφλίου ως ει έλεγεν: — Εγώ είμαι!

Πλην του εντύπου ή χειρογράφου επιταφίου περιέχονται εις τας θήκας ταύτας τεχνητά άνθη, κορδέλλαι, φακιόλια, πλεξίδες και πολλάκις η φωτογραφία του μακαρίτου ή της μακαρίτριας, ζωντανής ή αποθαμμένης. Τα ενθυμήματα ταύτα καθιστά έτι συγκινητικώτερα η νεαρά ως επί το πολύ ηλικία της καταλιπούσης αυτά.

Δος μοι τούτον τον ξένον!.. . . Πρέπει να ιδήτε την λιτανείαν του Επιταφίου κατά την αυγήν, ότε δεν είνε ούτε ημέρα ούτε νυξ ή μάλλον με ολίγην ημέραν και πολλήν νύκτα, με ολίγον φως και με πολλά άστρα, καμμιά φορά με σελήνην λειψίφωτον, ότε το θέαμα γίνεται υπερκατανυκτικόν, με ολίγας αηδόνας και πολλά πρωινά πουλιών χαιρετίσματα, με ολίγον ευωδιάζοντα άρωμα πρωινόν αέρα και με πολύ θυμίαμα· και κάτω το κύμα μελανόφαιον, εφ' ου ν' αντανακλώνται των ιερών λαμπάδων αι χρυσαί λάμψεις.

Εις τούτον τον νόμον λέγεται ότι προσετέθη και η ακόλουθος διάταξις· ο δανείζων ήτο κύριος του επιταφίου θαλάμου του λαμβάνοντος το δάνειον, εις εκείνον δε όστις ηρνείτο να πληρώση το χρέος επεβάλλετο η εξής τιμωρία· όταν απέθνησκε, δεν εσυγχωρείτο να ταφή μήτε εις τον πατρικόν τάφον μήτε εις κανένα άλλον· προς τούτοις δεν εσυγχωρείτο μήτε συγγενή του να θάψη.

Απελπίστηκε να περιμένη του ανέμου το θέλημα κ' εσκέφθηκε να το βιάση με του Επιτάφιου το κερί. Σ' εκείνο δεν αντιστέκεται η ομίχλη ούτε στιγμή. Το ναυτόπουλο ήταν ο μικρότερος και ο αγνότερος μέσα στη γολέτα. Ενίφτηκε αμέσως, εφόρεσε τα γιορτινά του ρούχα, έβαλε το κερί μ' ευλάβεια σ' ένα κουτάκι, το άναψε και το απίθωσε με μια κλωστή κάτω στα νερά.

Και εις μία φούχτα νερό ακόμη. Ο μπάρμπα-Κώστας κατέστη ειδικός όμως εις μίαν υπηρεσίαν σπουδαίαν της Εκκλησίας, διά το οποίον ηγαπάτο από ολόκληρον την πολίχνην. Υπεκρίνετο περίφημα τον Άδην το μέγα Σάββατον, κατά την επάνοδον του Επιταφίου.

Εκεί εισβάλλει ουλαμός όλος αυτοσχεδίων ψαλτών, κρατούντων ανά έν φυλλάδιον του επιταφίου εις την χείρα, οίτινες φιλοτιμούνται να ψάλλωσιν εν σπαρακτική παραφωνία τα εγκώμια, καταστρέφοντες διά κωμικών σφαλμάτων και τας ολίγας λέξεις, όσαι είνε ορθώς τυπωμέναι εις τα φυλλάδια εκείνα.

Δεν το στολίζει μέσα πια το φτωχικό σπιτάκι της άμοιρης Χρηστίτσας, αγνή σαν του Επιτάφιου τα κρίνα, η παρθενιά η αγγελική της λατρεφτής της κόρης. Δεν τομορφίζει τόρα πια η ζηλεφτή της προκοπή και η περίσσια χάρη της.

Ο Ιωσήφ παρακαλεί τον Πιλάτον ίνα επιτρέψη αυτώ να θάψη «τον ξένον Ιησούν και ωνειδισμένον . . .» Ψάλλουσιν οι μελίφθογγοι ψάλται, ακολουθούντες την λιτανείαν του Επιταφίου και υπηχεί ο λαός ως δι' ενός στόματος. — Δος μοι τούτον τον ξένον! . . . Ω πατρίς μου μικρά, πόσον μεγάλη είσαι εν τη θρησκεία σου! Η μελωδία γλυκυτάτη ολονέν προσεγγίζει.

Αλλά γνωρίζω έν επίγραμμα, το οποίον ήκουσα παρά τινος φίλου, όστις το ανέγνωσεν επί της επιταφίου στήλης ανθρώπου όστις απέθανε κατ' αυτόν τον τρόπον.