United States or Belize ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εσκέφθηκε με τη σειρά όλες τις φιλενάδες της, και σε κάθε μία εύρισκε ένα ελάττωμα· δεν εύρισκε καμμιά στην οποία να μπορούσε να τον παραχωρήση.

Εσκέφθηκε λοιπόν πώς θα να ήτον καλλίτερο ν' αφήκη απείραχτο το φτωχόσπιτο της γρηάς απάνουτην Καραβατιά, νοικιάζοντάς το σε κανένα φτωχό γείτονά του, και ν' αγοράση αυτός ψηλό σπίτι παρακάτου, κατά το παζάρι, 'ςτ' Αρχοντικά. Κ' η ιδέα τούτη ερρίζωσε πλια 'ςτά μυαλά του κι όλο χαρούμενος έλεγε τώρα, γυρίζοντας το βράδυ, 'ςτη γρηά του.

Είπε η θεά, και άμ' έδωκεν εκείνου το μαγνάδι, και πάλιν εις την θάλασσαν, όπ' άφριζ' εβυθίσθη, εις ώφυιας σχήμα• κ' έκρυψεν αυτήν το μαύρο κύμα. κ' εσκέφθηκε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας, κ' έλεγε με παράπονοτην ανδρική ψυχή του• 355

Η Αφροδίτη δεν γελά εις δακρυσμένον σπίτι· αλλ' ο πατέρας της φρονεί, ότι καλόν δεν είναι να κατακυριεύεται από την λύπην τόσον, κι' ως φρόνιμος, εσκέφθηκε τον γάμον να ταχύνη, και έτσι των δακρύων της να παύση την πλημμύραν· διότι τρέφεται μ' αυτά ενόσω ζη μονάχη, ενώ αν έχη συντροφιάν θα της περάσουν ίσως. Ιδού που τώρα έμαθες το αίτιον της βίας.

Απελπίστηκε να περιμένη του ανέμου το θέλημα κ' εσκέφθηκε να το βιάση με του Επιτάφιου το κερί. Σ' εκείνο δεν αντιστέκεται η ομίχλη ούτε στιγμή. Το ναυτόπουλο ήταν ο μικρότερος και ο αγνότερος μέσα στη γολέτα. Ενίφτηκε αμέσως, εφόρεσε τα γιορτινά του ρούχα, έβαλε το κερί μ' ευλάβεια σ' ένα κουτάκι, το άναψε και το απίθωσε με μια κλωστή κάτω στα νερά.

Εσκέφθηκε λοιπόν πως θα να ήτον καλλίτερο ν' αφήκη απείραχτο το φτωχόσπιτο της γρηάς απάνουτην Καραβατιά, νοικιάζοντάς το σε κανένα φτωχό γείτονά του, και ν' αγοράση αυτός ψηλό σπίτι παρακάτου, κατά το παζάρι, 'ςτ' Αρχοντικά. Κ' η ιδέα τούτη ερρίζωσε πλια 'ςτα μυαλά του κι όλο χαρούμενος έλεγε τώρα, γυρίζοντας το βράδυ, 'ςτη γρηά του.

Τες ώρες του πέρναε τώρα 'ςτον κήπο του μέσα, φυτεύοντας και καλλιεργώντας. Αργότερα όμως, για να φύγη τη μοναξιά και τη συλλογή που τον πλάκων' έτσι ολομόναχον, εσκέφθηκε να στήση τρεις πέντε μπάγγους ορθούς 'ςτην αυλή του και να συνάζη γύρα του τους γερόντους της γειτονιάς, και με την αφορμή να τους κάμνη τον καφετζή να βρίσκη κουβέντα και χρονοτριβή μ' αυτούς.

Και καθώς τον είδε να πλησιάση αρκετά μια έδωκε με το κεφάλι του στη βαλβίδα κ' εσφεντόνισε σύφουνα νερού στον φεγγίτη απάνω. Ο Ραφαλιάς τα έχασε. Το κλωθογύριστο κύμα εκάθησεν απάνω του σαν σύγνεφο και τον έκλεισε στα σκοτεινά. Ούτε βουτυχτή έβλεπε πλέον ούτε τίποτα. «Πάει, εσκέφθηκε, τόρα θα με φάηΑλλά για να μη χαθή άδικα εχαμήλωσε γοργά κ' έδοσε με τον λάζο του μπηχτή στα τυφλά.

Ο Aγιάννης εσήκωσε τα μάτια, εκύταξε καλά τον ναύτη· έπειτα με μιας τα εχαμήλωσε, εγύρισε το άλλο πλευρό και άρχισε να κλαίη. — Καλά σ' έχω κ' εσένα· εσκέφθηκε ο δικός μας. Και τραβώντας τον δρόμο του απάντησε τον άγιο Τρύφωνα και τον ερεθίζει κ' εκείνον. Έπειτα πηγαίνει στον άγιο Λευτέρη. Έτσι εκέντρισε δόλια πεντέξη αγίους, αρχίζουν εκείνοι τις φωνές, πιάνονται στα χέρια.

Έδειχνε ότι πολύ εσκέφθηκε διά τα διά- « φορα υποκείμενα της μεταφυσικής και ηθικής, και « η ομιλία του περί τούτων εφύλαττε τον ίδιον τόνον « του σατυρικού σκεπτισμού, οπού έκαμνε να υπο- « φαίνεται εις όλας γενικώς τας γνώμας του. Το « ποιητικόν αυτού προτέρημα δεν ήτον κατώτερον « των γνώσεών του εις την φιλολογίαν και τας επι- « στήμας.