United States or Norway ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με την ιδέαν δε ότι η Πηγή δεν ήκουσε τας ύβρεις του Τερερέ, ο Μανώλης ηδυνήθη να σκεφθή ψυχρότερον και να ενθυμηθή τον Μουδίρην, τους χωροφύλακας και την φυλακήν. Ούτω δ' εγκατέλιπε την ιδέαν ήτις του επήλθε, να τρέξη να πάρη το τουφέκι του πατρός του και να στήση πολιορκίαν τακτικήν προ της οικίας του Τερερέ.

Τότε ο Πάχης έσπευσε να τον καταδιώξη, και επροχώρησε μάλιστα μέχρι της νήσου Πάτμου, αλλά βλέπων ότι δεν ηδύνατο να τον φθάση επέστρεψε. Κέρδος δε ενόμισεν, επειδή δεν συνήντησε το εχθρικόν ναυτικόν εις το πέλαγος, ότι δεν έμεινε τούτο εις κανέν άλλο μέρος όπου να στήση στρατόπεδον και να τον αναγκάση να το φυλάττη και να το περικλείση.

Ευθύς λοιπόν ο Δημοσθένης στέλλει μέρος του στρατού, διά να στήση εκ των προτέρων ενέδρας εις τας οδούς και καταλάβη τας οχυράς θέσεις. Μετά του επιλοίπου δε στρατού παρεσκευάζετο να σπεύση κατ' αυτών.

Του Αγγελοκάστρου ο Βασιλιάς διαλάλησε μια 'μέρα: Ποιος ημπορεί την λίμνη μου να σπείρη πέρα ως πέρα, Και ποιοςτα σύγνεφα ψηλά κοπάδια να βοσκήση; 'Σ το ρέμμα του Ασπροπόταμου ποιος ημπορεί να στήσητο χρόνο απάνω πέτρινο γεφύρι; Ας έρθη ομπρός μου Διαμάντια, ασήμι, μάλαμα, κι' όλο το βιο του κόσμου Να του χαρίσω αμέτρητο. Δεν άνοιξ' ένα στόμα, Κι' ουδ' ένας δεν ωμίλησε.

Αυτού θαλασσοδέρνονταν δυό 'μέραις και δυο νύκταις, κ' η καρδιά του τον όλεθρο συχνόβλεπεν εμπρός του. αλλ' ότε η καλοπλέξουδη Ηώ την τρίτα ημέρα 390 έφερ', έπαυσ' ο άνεμος, και ανάνεμη γαλήνη έγεινε, και αυτός σπρώχνοντας το βλέμμ' είδε πλησίον την γην, ως τον εσήκωσεν επάνω μέγα κύμα. και ως δείχνεται ποθούμενη για τα παιδιά του η ζήσι πατρός, 'π' αρρώστια μακρινή σκληρήτην κλίνη φθείρει, 395 όπου έρριξέ τον δαίμονας κακός, και τον εσώσαν ποθούμενον οι αθάνατοι, παρόμοια του Οδυσσέα εφανερώθη ποθητή η γη και η πρασινάδα. κ' εκολυμπούσε πρόθυμοςτην γη πόδι να στήση. και ως ήταν εις το διάστημα, 'π' ανθρώπου βοή φθάνει, 400 τότ' άκουσε της θάλασσας τον κτύπον εις τους βράχους• ότι προς την ξερή στερηά το μέγα κύμα εμούγκρα φρικτά ως το ξέρνα η θάλασσα, και αφρούς εσκέπαζ' όλα• γιατί λιμάνια δεν ήσαν, αράσματα δεν ήσαν, αλλ' άκραις ήσαν πετακταίς, πέτραις σχισταίς και βράχοι. 405 και τ' Οδυσσηά τα γόνατα κοπήκαν και η καρδία, κ' έλεγε με παράπονοτην ανδρική ψυχή του•

Πόθεν λοιπόν ήτο ο Ιωνάς; Πόθεν ο μέγας Ηλιού; Πόθεν ο Ναούμ και πόθεν ο Ωσηέ; Όλοι ούτοι δεν ήσαν εκ της Γαλιλαίας; Οι νεώτεροι Ιουδαίοι εν τοσούτω λέγουσιν ότι εκ Γαλιλαίας θα έλθη ο Μεσσίας, τον οποίον περιμένουν ακόμη· και πολλοί τούτων εγκαθίστανται εις Τιβεριάδα, πιστεύοντες ότι θα εξέλθη εκ των υδάτων της λίμνης· και εις Σαφέδ, «την πόλιν την ορεινήν» πιστεύοντες ότι εκεί πρώτον θα στήση τον θρόνον του.

Το επιχείρημα τούτο του Καραϊσκάκη, καθ' ην εποχήν μάλιστα τα λοιπά στρατεύματα ενησχολούντο εις τον σταφιδοπόλεμον, συνετέλεσε πολλά εις το να στήση, τα πρώτα θεμέλια της δόξης του, την οποίαν εστερέωσεν ακολούθως διά των λαμπρών έργων του. Άμα έφθασεν εις Σαλαμίνα ο Καραϊσκάκης, ανταμώθη με τους στρατηγούς Βάσον και Κριζιώτην, ελθόντας εκεί διά να τον προϋπαντήσωσι.

Κι ανίσως κ' είτανε γραφτό μας να φανή και να λάμψη τέτοιο αθάνατο χάρισμα μερικά χρόνια πρι να στήση ο Ουρβανός το κανόνι του έξω από τους τοίχους της Πόλης, δε θα πρόφταινε μήτε να ραγίση το κανόνι εκείνο, μόνο θα γινότανε μια και καλή θρούβαλα μαζί με το κεφάλι του Μωχαμέτη. Μας ήρθε όμως αργά το μεγάλο το χάρισμα.

Ανατραπέντος του θρόνου έδραξεν ο Ελληνισμός την Μεγάλην της Αυτοκρατορίας Σφραγίδα και μετ' αυτής εσώθη επί των χιονοστεφών ορέων εφ' ων το συμβολικόν πτηνόν εδύνατο να στήση την φωλεάν αυτού και να δορυφορηθή υπό ζώντων αληθών αετών,

Αφ' ού συνωμίλησε μετ' αυτής και έκαμε τας παρατηρήσεις του, επαίνεσε μεγάλως τους πολιορκουμένους διά την γενναιότητα και καρτερίαν των προς τον κίνδυνον, ωνείδισεν όμως την επικρατούσαν εις τας τροφάς κατάχρησιν και εξήλθεν αμέσως εις Δραγαμέστον, όπου απεφάσισε να στήση το γενικόν του στρατόπεδον.