United States or Burkina Faso ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις εκείνο το αναμεταξύ εσήκωσεν η γυναίκα τα μάτια της και βλέπει επάνω εις το δένδρον τους δύο εκείνους άνδρας και τους έκαμε νεύμα να κατεβούν, αλλά χωρίς να κάμουν κτύπον, και αυτοί πάλιν με νεύματα την επαρακαλούσαν να τους συμπαθήση διά τον φόβον του Τελωνίου.

Και αν δεν ήλθεν ο Φραγκούλας, εσκέφθη, θα τ' άναψαν αι γυναίκες τα κανδηλάκια και θα εθυμίασαν. Εκείνας τας ημέρας οπού τόσον εφημίσθη τα βρυκολάκιασμα της Κουκκίτσας εσυνάζοντο εκεί κάθε βράδυ ενωρίς, πολλαί γυναίκες από περιέργειαν. Ο παπά-Κονόμος έμενεν ήδη αρκετήν ώραν εις τα στασιδάκι του, ότε, νύκτα βαθεία, ακούει κτύπον απέξω, κτύπον χονδρόν πίπτοντος κατά γης δεματίου ξύλων.

Εγώ μην ημπορώντας πλέον να υπομείνω εις την επιθυμίαν που είχα να της μιλήσω, έκαμα μέγαν κτύπον διά να εξυπνήση, και εκαμώθηκα πως βήχω· μα εκείνη με όλα ταύτα μην εξυπνώντας επλησίασα κοντά της και της έπιασα το χέρι σφικτά εις τρόπον που καθένας ημπορούσε να εξυπνήνη, μα αυτή καθόλου δεν ενοιώθονταν· ετούτο μου εφάνη ότι δεν ήτον φυσικόν· μα κάποια μαγεία την εκρατούσε τοιαύτης λογής αποκοιμισμένην.

Μισεύοντας δε ο Φακύρης δεν απέρασε ολίγη ώρα και ακούω μεγάλον κτύπον εις το σπήτι μου· τρέχω να ιδώ το τι ήτον και με μεγάλην μου έκστασιν βλέπω ένα αριθμόν από στρατιώτας του βασιλέως Φαραούτζ χαν. Έλα με ημάς, μου λέγει ο αρχηγός τους· έχομεν πρόσταγμα διά να σε φέρωμεν στο παλάτι. Ποίον φταίξιμον εγώ έκαμα; του είπα, εις τι είμαι εγκαλεσμένος, πες μου σε παρακαλώ.

Κατέβαλε λοιπόν υπερτάτην προσπάθειαν και κατώρθωσε ν' αυτοσχεδιάση μίαν απάντησιν την οποίαν ετόνισε με φοβερόν του ποδός κτύπον: Βάστα τσι μαντινάδες σου, λέγε τσι σίμα-σίμα, Να μη σε δέσω πέρα 'κέ να στέκης σαν το χτήμα .

Ο Μώρος την ήνοιξε με ένα κτύπον της κεφαλής του και με μίαν προσπάθειαν του αριστερού του βραχίονος. Είτα ως ο κολυμβητής, ο αναδυόμενος εκ του κύματος, επήδησεν επάνω εις το πάτωμα, έκλεισε μετά κρότου την κλαβανήν, κ' εφάνη ότι έθεσεν εν βάρος, ίσως μικράν τινα κασσέλαν, επί της σανίδος. Οι δύο χωροφύλακες, εν οργή και με πολλάς βρασφημίας, ήρχισαν να ψάχνουν εις το ισόγειον.

Αυτού θαλασσοδέρνονταν δυό 'μέραις και δυο νύκταις, κ' η καρδιά του τον όλεθρο συχνόβλεπεν εμπρός του. αλλ' ότε η καλοπλέξουδη Ηώ την τρίτα ημέρα 390 έφερ', έπαυσ' ο άνεμος, και ανάνεμη γαλήνη έγεινε, και αυτός σπρώχνοντας το βλέμμ' είδε πλησίον την γην, ως τον εσήκωσεν επάνω μέγα κύμα. και ως δείχνεται ποθούμενη για τα παιδιά του η ζήσι πατρός, 'π' αρρώστια μακρινή σκληρήτην κλίνη φθείρει, 395 όπου έρριξέ τον δαίμονας κακός, και τον εσώσαν ποθούμενον οι αθάνατοι, παρόμοια του Οδυσσέα εφανερώθη ποθητή η γη και η πρασινάδα. κ' εκολυμπούσε πρόθυμοςτην γη πόδι να στήση. και ως ήταν εις το διάστημα, 'π' ανθρώπου βοή φθάνει, 400 τότ' άκουσε της θάλασσας τον κτύπον εις τους βράχους• ότι προς την ξερή στερηά το μέγα κύμα εμούγκρα φρικτά ως το ξέρνα η θάλασσα, και αφρούς εσκέπαζ' όλα• γιατί λιμάνια δεν ήσαν, αράσματα δεν ήσαν, αλλ' άκραις ήσαν πετακταίς, πέτραις σχισταίς και βράχοι. 405 και τ' Οδυσσηά τα γόνατα κοπήκαν και η καρδία, κ' έλεγε με παράπονοτην ανδρική ψυχή του•

Συγχρόνως δε ήκουσε πολλαπλούν και παμμιγή κτύπον, ταρτάριον βροντήν και πάταγον, αντηχήσαντα ένδοθεν του άντρου. Ο Θευδάς, αν και είχε διακόψει πάσαν σχέσιν με τους τύπους της χριστιανικής εκκλησίας αφ' ου χρόνου είχε προσληφθή εις θεραπείαν του φιλοσόφου Πλήθωνος, έκαμε δι' αυτομάτου κινήσεως το σημείον του σταυρού επί του στήθους.

Θα σοι δώσω την Τεγέαν διά να χορεύης εκεί με μέγαν κτύπον των ποδών, και πεδιάδα καλήν διά να την μοιρασθής με σχοίνον

Διηγείτο δε μετ' ολίγον εις το γύφτικον, όπου μετέβη να διορθώση μίαν τσάπαν, ότι ησθάνθη εις την ράχιν του βαρύν κτύπον λίθου, εκσφενδονισθέντος κατ' αυτού από του υψηλοτέρου παραθύρου της στοιχειωμένης οικίας: — 'Σπολλάετη που είχα την κάπα, μωρέ γύφτο, αλλέως άσχημα την είχα, μέρα-μεσημέρι. Ο καπετάν-Τσούρμας ο Παπαργυρός ήτο υπερήφανος και εις άκρον φιλόδοξος.