United States or Saudi Arabia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λέγουν ότι, όταν ο Θεοδώριχος διέταξε τον φόνον του Συμμάχου, εβασανίζετο «και τέλος παρεφρόνησεν από το φάντασμα του τεθνεώτος γέροντος, επιφαινόμενον αυτώ όναρ και ύπαρ· ουδ' ηδύνατο άλλως να έχη το πράγμα ως προς τον Ηρώδην τον Αντίπαν. «Εν μέσω των τρυφώντων η κεφαλή του νηστεύοντος παρετέθη». Επί της τραπέζης του συμποσίου του εκομίσθη η κεφαλή ανδρός τον οποίον, εις τα βάθη της ψυχής του ησθάνετο άγιον και δίκαιον· και είχεν ιδεί, με την επίσημον αγωνίαν του θανάτου αποτυπωμένην ακόμη επ' αυτών, τους αυστηρούς χαρακτήρας εφ' ους πολλάκις μετά φόβου είχε προσβλέψει· «Σιγάν σου μεν την γλώσσαν υπέλαβεν ο Ηρώδης· η δε, και σίγησα, πλέον ελέγχει». Δεν εξήρχετο ο έλεγχος από τα παγωμένα εκείνα χείλη, μεγαλοφωνότερον ακόμη και τρομερώτερον, ή όταν εκείνος έζη; Μη οι τόνοι οίτινες επρόφεραν, «Ουκ έξεστί σοι έχειν αυτήν», επάγωσαν εις σιωπήν, ή εφαίνοντο να εξέρχωνται μεθ' υπερφυούς θερμότητος από των ψυχρών χειλέων; Εάν δεν ατώμεθα, η αποτετμημένη εκείνη κεφαλή σπανίως έλειπεν από τούδε από της τεταραγμένης φαντασίας του Ηρώδου μέχρι της ημέρας του θανάτου του.

Μου είπε κρυφάτο αυτί: — Πάρε την, κουζούμ· πάρε την, κουζούμ. Κουζούμ, πάρε την. Θα με θυμάσαι! Ήτο από αγνόν χρυσίον όλη. Υπήγαν εις αδαμαντοπώλην επίσημον και την εδοκίμασαν. Χρυσίον εικοσιτεσσάρων καρατιών. — Έχω εγώ το μέσον να την πωλήσω, κουζούμ. Αλλά θέλω να την πάρης εσύ. Ξέρεις τίποτε, κουζούμ; εψιθύρισε κρυφά εις το ους του Λαλεμήτρου ο Εβραίος. Ήτανε μέσα σε δικά σας άγια πράγματα.

Και κατά το έτος τούτο το Μέγα Σάββατον την αυγήν ο μπάρμπα-Κώστας ήτο εις την θέσιν του υπερήφανος διά το πρόσωπον το φοβερόν οπού ήθελεν υποκριθή. Καθήμενος προ των πυλών του κενού, πλην καταφωτίστου ναού, ανέμενε την επάνοδον του Επιταφίου, έχων ύφος επίσημον κυριάρχου. Δεν ήτο πλέον ο πτωχός κανδηλάπτης με την κεφαλήν κάτω. Ίστατο ασκεπής επί του μαρμαρίνου κατωφλίου ως ει έλεγεν: — Εγώ είμαι!

Ταύτα ήσαν τα μυστήρια της βασιλείας των ουρανών, και ταύτα πρέπει να εισήλθον βαθέως εις την ψυχήν του προληπτικού Φαρισαίου. Μετά πραότητος δε ήλεγξεν ο Χριστός και τον φόβον όστις έκαμε τον επίσημον τούτον ραββίνον να ζητή την σκέπην της νυκτός προκειμένου περί πραγμάτων τα οποία έπρεπεν εις το φως της ημέρας και δημοσία και αφόβως να κηρυχθώσι.

Το φοβερόν και επίσημον της παραινέσεως ταύτης φαίνεται επί τινα καιρόν να έφερε τους Φαρισαίους εις σιωπήν, και να περιέστειλε την επανάληψιν της παραλόγου βλασφημίας των.

Ο Καίσαρ, όστις από τινος είχεν εγκαταλείψει τον εξώστην, εφάνη αιφνιδίως επί της ανθοσπαρμένης κονίστρας, ενδεδυμένος πορφύραν και με χρυσούν στέφανον. Δώδεκα αοιδοί τον ηκολούθουν ωπλισμένοι με κιθάρας. Εκείνος με αργυράν βάρβιτον εις την χείρα, εγερθείς επροχώρησε με βήμα επίσημον μέχρι του κέντρου, εχαιρέτισεν επανειλημμένως και ύψωσε τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν.

Το σταυροφίλημα εκείνο, καθώς το έλεγαν, ισοδυναμούσε τότε εις τη Μεγάλη Ελλάδα με επίσημον αρραβώνα. Δεν ημπορώ να είπω αν άρεσεν ο αρραβώνας εκείνος εις όλους τους αυλικούς ή μίαν τουλάχιστο αυλικήν. Όλοι όμως ηναγκάσθηκαν θέλοντας και μη θέλοντας να φωνάξουν: Ζήτω η βασίλισσά μας!

Το δε πλήθος και η κακοήθεια των ακρίδων καθίστα τον κατ' αυτών αφορισμόν φοβεράν και επίσημον τελετήν, εις ην έσπευδον να παρευρεθώσι πάντες της Ρώμης και των περιχώρων οι ευσεβείς χριστιανοί. Ενώ οι αυλικοί συνωθούντο ευέλπιδες και θορυβώδεις εις τας στοάς και τους διαδρόμους του Βατικανού, η Ιωάννα απεχαιρέτα μετά δακρύων τον εραστήν της.

Κατά την περίοδον ταύτην, η κατ' άλλην πρωιμωτέραν, της δίκης, παρέστησε την επίσημον κωμωδίαν του να προσπαθήση ν' αποπλύνη την συνείδησίν του από πάσης ενοχής. «Λαβών ύδωρ, απενίψατο τας χείρας απέναντι του όχλου, λέγων Αθώος ειμι από του αίματος του δικαίου τούτου· υμείς όψεσθε». Εφρόνει ούτω ότι απέπλυνε την συνείδησίν του; Ηδύνατο να νίψη τας χείρας του· αλλ' ηδύνατε να νίψη την καρδίαν του; Αλλ' η φωνή του επνίγη εντός του μυκηθμού, του φοβερωτέρου, του βδελυρωτέρου, του μάλλον αξιομνημονεύτου ον η ιστορία αναφέρει. «Τ ο α ί μ α Α υ τ ο ύ ε φ' η μ ά ς κ α ι ε π ί τ α τ έ κ ν α η μ ώ ν». Τότε ο Πιλάτος οριστικώς ενέδωσε. «&Τότε ουν παρέδωκεν Αυτόν αυτοίς ίνα σταυρωθή&».

Δεν ήτο αρκετόν δι' αυτόν ότι ο Ιησούς υπέφερεν, ώστε το δύστηνον πλάσμα να Του ασπασθή και να Του αρωματίση τους πόδας, χωρίς να λαλήση προς αυτήν ουδέ λέξιν ενθαρύνσεως ακόμη. Εάν ήτο προφήτης, έπρεπε να γνωρίση ποίου είδους γυνή ήτο αύτη· και αν εγνώριζε, θα την απώθει μετ' αγανακτήσεως, ως θα έπραττε και ο Σίμων αυτός. Η απλή πρόσψαυσίς της απήτει επίσημον κάθαρσιν.