United States or Barbados ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ενίκησε τους τελευταίους ενδοιασμούς της δειλίας η συναίσθησις της ιεράς αποστολής του. Ότε έφθασεν εις την θύραν, ο γέρων, όστις τον ηκολούθει παρά πόδας, έθιξεν ελαφρώς το ράσον του. Ο ιερεύς, με τον ένα πόδα επί του κατωφλίου, εστάθη και έστρεψε την κεφαλήν. Η ξανθή του κόμη εκυμάτιζε λυτή επί του αυχένος του. — Παππά μου, μη εγγίσης το μανδήλι εις το πρόσωπόν του.

Όταν έμαθεν περί τίνος επρόκειτο επεδοκίμασε τον Τετράρχην. Δεν έπρεπεν έλεγε να ενοχληθούν διόλου διά τοιαύτας ανοησίας, και εξεκαρδίζετο να γελά δια τας μομφάς των ιερέων και την οργήν του Ιωχανάν. Η Ηρωδιάς επί του κατωφλίου εστράφη προς αυτόν. — Έχεις λάθος, αυθέντα μου. Παροτρύνει τον λαόν, να μη πληρώση τους φόρους. — «Αληθινάηρώτησε παρευθύς ο Τελώνης. Όλοι απήντησαν καταφατικώς.

Δεν περνούσε κανείς∙ τριγύρω βασίλευε σιωπή και μέσα στο σπίτι η ντόνα Ρουθ ήταν σαν νεκρή. Η Νοέμι δεν ξέχασε ποτέ εκείνη τη στιγμή της αναμονής την ώρα του δειλινού που της φαινόταν να είναι το δειλινό της ίδιας της της ζωής. Όρθια επάνω στις σπασμένες πέτρες του κατωφλιού πρόβαλε προς τα έξω και νόμιζε πως περίμενε ένα μυστηριώδες ον, σωτήρα και τιμωρό ταυτόχρονα.

Όσον αφορά την Σινιώραν την καπετάνισσαν, όλ' οι άνδρες την εθεωρούσαν ως πολύ καλόκαρδην, όταν την έβλεπαν ανοικτοπρόσωπην, κοκκινομαλλούν, χονδρήν ως ξυλίνην καρούταν, να κάθηται σχεδόν διαρκώς επί του κατωφλίου της εξώπορτας του σπητιού, χωρίς να κάμνη τίποτε.

Η Εφταλουτρού εξήρχετο δις της ημέρας εκ της φωλεάς της, και έκαμνε γύρον περί την ακτήν επεσκέπτετο όλας τας οικίας, και εισέπραττεν ουχί ελεημοσύνην, αλλά φόρον παρ' όλων των γυναικών. Διότι την εφοβούντο, και δεν ηδύναντο να μη της δώσουν κάτι. Εάν εύρισκε θύραν τινά κλειστήν, δεν έφευγεν. Εστρώνετο επί του κατωφλίου και ήρχιζε με ικεσίας πρώτον και με υποκοριστικά λέγουσα·

Ήθελε να εξιχνιάση, να φέρη εις φως το μυστήριον οπού την επίεζε και την καθίστα την δεστυχεστέραν των γυναικών. Και τον είδε, έξω της πόλεως και εντός μικρού δάσους, να εισέλθη εις ένα οικίσκον μεμονωμένον, εκ του οποίου είδεν εξελθούσαν γραίαν γυναίκα, ήτις εκάθησεν ατάραχος επί του κατωφλίου της θύρας.

Εσκέπτετο προς τούτοις ότι ο Κρότων δυνατόν να εφονεύθη από τον Θεόν των χριστιανών και αμέσως ετράπη εις φυγήν. Αφού διήλθε πολλούς δρομίσκους και είδεν εργάτας, βαδίζοντας προς την ιδίαν διεύθυνσιν καθησύχασεν ολίγον. Δεν ανέπνεεν. Εκάθησεν επί του κατωφλίου οικίας τινός και εσπόγγισε το κάθιδρον μέτωπόν του.

Και κατά το έτος τούτο το Μέγα Σάββατον την αυγήν ο μπάρμπα-Κώστας ήτο εις την θέσιν του υπερήφανος διά το πρόσωπον το φοβερόν οπού ήθελεν υποκριθή. Καθήμενος προ των πυλών του κενού, πλην καταφωτίστου ναού, ανέμενε την επάνοδον του Επιταφίου, έχων ύφος επίσημον κυριάρχου. Δεν ήτο πλέον ο πτωχός κανδηλάπτης με την κεφαλήν κάτω. Ίστατο ασκεπής επί του μαρμαρίνου κατωφλίου ως ει έλεγεν: — Εγώ είμαι!