United States or Uruguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Μανώλης όμως, κωφεύων εις τας παρακλήσεις της, μεθύων και αποθηριωμένος εκ της επαφής και του θερμού αρώματος της γυναικείας σαρκός, την περιώρισεν ανίσχυρον πλέον εις την αγκάλην του και με αδηφάγον φίλημα έπνιξε τας ικεσίας εις το στόμα της.

Τούτο είπεν, διότι είδε τον ένα χωροφύλακα εξηγριωμένον, κρατούντα εις την χείρα φοβερόν μαστίγιον. Οι δύο άνδρες δεν έδωκαν προσοχήν εις τας ικεσίας της, αλλ' εξηκολούθησαν να τρέχουν προς καταδίωξιν του Μώρου. Παρεβίασαν το άσυλον, το κατώγι της οικίας, όπου είχε το εργοστάσιόν του ο Μώρος. Εκεί είχε τρέξει διά να κρυφθή, και μόλις επρόφθασε να μανδαλώση την θύραν.

Και ως τον είδε κύπτοντα προς αυτήν, με το βλέμμα πλήρες ικεσίας, της εφάνη ωραιότερος όλων των ανδρών και όλων των θεών, των οποίων τα αγάλματα έβλεπεν εις τας μετώπας των ναών. Εκείνος έλαβεν ηρέμα την χείρα της άνωθεν του καρπού και ηρώτησε: — Δεν μαντεύεις, Λίγεια, διατί ομιλώ ούτω προς σε; — Όχι, εψιθύρισεν εκείνη τόσον χαμηλά, ώστε ο Βινίκιος μόλις την ήκουσεν.

Κι ο λαός όλος με κλαδιά στεφανωμένος της ικεσίας στην αγοράν εσυμμαζεύθη, σιμά στους ναούς της Αθηνάς και του Ισμηνίου Απόλλωνος τον μαντικόν βωμόν° η πόλις βλέπεις πώς συνταράζεται και να σηκώση κεφάλι από τον κόκκινο των βυθών σάλον δεν ημπορεί° και φθείρονται οι βλαστοί της μάνας γης και ψοφούν ανάριθμα βωδιών κοπάδια και πεθαμένα τα παιδιά γεννοβολούνε οι μανάδες.

Μία γυνή τον ανεζήτησε, και ηκολούθησε την μικράν συνοδίαν με παθητικάς ικεσίας. «Ελέησόν με, Κύριε, Υιέ Δαυίδ· η θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται». θα ηδυνάμεθα να φαντασθώμεν ότι ο Κύριος ημών θ' απήντα εις τοιαύτην ικεσίαν δι' αμέσου ελέους, όσω μάλλον, παραχωρών αυτή το αίτημά Της, συμβολικώς θα παρίστα την επέκτασιν της βασιλείας Του εις τους τρεις μεγίστους κλάδους του ειδωλολατρικού κόσμου.

Το πρόσωπον του Σωτήρος λίαν αμυδρώς εφαίνετο επί του υγρού τοίχου. Τον Άι-Γιάννην τον Κρυφόν επεκαλούντο τον παλαιόν καιρόν όλοι όσοι είχον «κρυφόν πόνον» ή κρυφήν αμαρτίαν. Η γραία Χαδούλα εγνώριζε την δοξασίαν ή το έθιμον τούτο, και διά τούτο ενθυμήθη να έλθη σήμερον εις τον παλαιόν, έρημον ναΐσκον, όπως προσφέρη τας ικεσίας της.

Η Εφταλουτρού εξήρχετο δις της ημέρας εκ της φωλεάς της, και έκαμνε γύρον περί την ακτήν επεσκέπτετο όλας τας οικίας, και εισέπραττεν ουχί ελεημοσύνην, αλλά φόρον παρ' όλων των γυναικών. Διότι την εφοβούντο, και δεν ηδύναντο να μη της δώσουν κάτι. Εάν εύρισκε θύραν τινά κλειστήν, δεν έφευγεν. Εστρώνετο επί του κατωφλίου και ήρχιζε με ικεσίας πρώτον και με υποκοριστικά λέγουσα·

Με την πεποίθησιν επομένως αυτήν, ότι πολύ περισσότερον αξίζει να παραλάβη κανείς σοφίαν από τον πατέρα του παρά οσαδήποτε χρήματα, καθώς επίσης από τους επιτρόπους του, από τους φίλους του, και τους άλλους και εκείνους που του κάμνουν τον εραστήν, από τους ξένους, από τους συμπολίτας του, μεταχειριζόμένος μάλιστα και δεήσεις και ικεσίας διά να του μεταδώσουν την σοφίαν, δεν είναι καθόλου αισχρόν ούτε καμμία εντροπή, Κλεινία, χάριν ενός τοιούτου σκοπού να κάμνη και τον υπηρέτην ακόμη και τον δούλον, επί καλού εννοείται πάντοτε, και εις τον εραστήν του και εις κάθε άλλον άνθρωπον, αρκεί να το κάμνη από την ζωηράν επιθυμίαν να γίνη σοφός· ή δεν είσαι και συ αυτής της ιδέας;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Τέκνα του Κάδμου του παλιού γενεά νέα, τι συναγμένοι κάθεσθε σ’ αυτούς τους τόπους, με τα κλαδιά της ικεσίας στεφανωμένοι; Και η πόλις είν’ από θυμιάματα γεμάτη, και αντιλαλεί από στεναγμούς κι από παιάνας; Αυτά εγώ απ’ το στόμα να μάθω θέλοντας, κι όχι απ’ το στόμα των μαντατοφόρων ο πολυφήμιστος ήλθα εδώ πέρα Οιδίπους.

Γιατί οι θνητοί περιφρονούν τους χρησμούς που για τον Λάιον ειπώθηκαν, κι ο Απόλλων έπαυσε να λατρεύεται κ’ έτσι η θρησκεία χάνεται η θρησκεία! ΙΟΚΑΣΤΗ Στοχάσθηκα, ω άρχοντες της χώρας τούτης με τα κλαδιά πως ημπορώ της ικεσίας και τα θυμιάματα στους ναούς των θεών να πάω° γιατί σφόδρα ταράζεται του βασιλέως η καρδιά κι όπως ασύνετος, λησμονημένους χρησμούς με τον νεώτατον χρησμόν συγκρίνει.