United States or Singapore ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Μανώλης όμως, κωφεύων εις τας παρακλήσεις της, μεθύων και αποθηριωμένος εκ της επαφής και του θερμού αρώματος της γυναικείας σαρκός, την περιώρισεν ανίσχυρον πλέον εις την αγκάλην του και με αδηφάγον φίλημα έπνιξε τας ικεσίας εις το στόμα της.

Κατέσχον όσα μαχαίρια και κουμπούρια εύρον εκεί, όπως και τον τροχόν, και δύο άλλας μικράς ακόνας και ητοιμάζοντο να εξέλθουν ίσως διά να φύγουν, ίσως και διά ν' ανέλθουν επάνω εις την οικίαν. Ο Μούτρος ή Μούρτος, επάνω στο πάτωμα, ήτον πλήρης οργής, μεθύων ακόμη, και αφρισμένος. Εφύσα από μανίαν και λύσσαν.

Εκεί ήτο και ο εκ Φρυγίας Αίσωπος, τον οποίον μεταχειρίζονται ως γελωτοποιόν. Ο δε Διογένης ο Σινωπεύς τόσον μετέβαλε χαρακτήρα, ώστε ενυμφεύθη την εταίραν Λαΐδα, πολλάκις δε μεθύων χορεύει και πράττει διαφόρους ανοησίας της μέθης.

Εκάμαμε μαζύ τρία χρόνια φυλακή. — Αβδέρ-Γεζίτ! — Ο λοκαντιέρης; Είνε κουμπάρος μου· τον παίρνω εγώ, λέγει σοβαρώς ο κομματάρχης Χασάν. — Αβα-ήλ-Μουλεύ! — Ο αμαξάς του ιπποσιδηροδρόμου! αναφωνεί ο Γιουσέφ-Μουχαδή, μικρός κομματαρχίσκος, περιφερόμενος εν τη αιθούση διά κλονουμένου βήματος, μεθύων και παραπαίων, καπνίζων δε πούρον μεγαλοπρεπές, όπερ εξήλθε προ μικρού της σιγαροθήκης του υποψηφίου.

Ταύτα είπεν η Νύμφη μετ' αγερώχου και προκλητικού ήθους, και εσίγησεν. Ήτο ευπλόκαμος, ξανθή, γλαυκή τους οφθαλμούς και χαριεστάτη. Ο αλιεύς ητένιζε προς αυτήν όλος μεθύων, και τω εφαίνετο ότι ήλλαζεν όψεις από στιγμής εις στιγμήν. Οτέ μεν χείμαρρος πυρός εξήρχετο εκ των οφθαλμών της, οτέ δε ευώδη ρόδα εξεχύνοντο εκ των χειλέων της. Ο ερωτόληπτος την εθεώρει έξαλλος.

Το πάτωμα ως ξεκλειδωμένον ανέβαινε και κατέβαινε προς τας κινήσεις του πλοίου, χορεύον τον ίλιγγονείδος θαλασσινού χορούότε ο άπειρος παραπαίει και σαλεύει ως ο μεθύων. Η βοή του ανέμου η βραχνή μόνη έφθανε κάτω διά της θυρίδος του ταμπουκιού ακλόνητος.

Εννοεί τον Πολέμωνα εκείνον όστις εν καιρώ ημέρας διέτρεχε μεθυσμένος την αγοράν, συνοδευόμενος υπό τραγουδιστριών και άδων από πρωίας έως εσπέρας, αιωνίως μεθύων και κραιπαλών και στεφανωμένος με άνθη. Και ότι αυτά είνε αληθή μαρτυρούν όλοι οι Αθηναίοι, οίτινες ουδέποτε είδον τον Πολέμωνα αμέθυστον.

Και σημειώσατε παρακαλώ, κ. εκδότα, ότι όταν έγραψεν ο Βύρων τα ανωτέρω, δεν ήτο πλέον ο θρασύς εκείνος και ιδιότροπος νεανίας, ο μεθύων εις κρανίον νεκρού και ζητών από τους ακαδημαϊκούς της Καμβρίδγης δίπλωμα διδάκτορος διά την άρκτον του, αλλ' ανήρ εις όλην της ανδρικής φρονήσεως την ακμήν.