United States or Cyprus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άφησέ με! απήντησεν ο κυρ-Μανωλάκης. — Μήπως επιάσθηκες πάλιν για τα κεριά; — Παρατήθηκα! Η απάντησις αύτη επάγωσε την κυρά-Μανωλάκαινα, ήτις απέμεινεν ως χρυσούν άγαλμα σιωπηλή και ακίνητος. Ο κυρ Μανωλάκης το εφύσα και δεν εκρύονε, κατά το δη λεγόμενον.

Ο Ήλιος είχε δύσει, τα σύννεφα κατέβαιναν βυθιζόμενα εις την κοιλάδα του Ροδανού, ανάμεσα εις τα υψηλά βουνά· άνεμος εφύσα μεσημβρινός· άνεμος εξ Αφρικής πνέων εφέρετο υπέρ τας υψηλάς Άλπεις. Λίβας, όστις διέσπα τα σύννεφα και όταν ο άνεμος διερχόμενος πέραν αυτών εκόπαζε, εγίνετο μίαν στιγμήν γαλήνη.

Κατέσχον όσα μαχαίρια και κουμπούρια εύρον εκεί, όπως και τον τροχόν, και δύο άλλας μικράς ακόνας και ητοιμάζοντο να εξέλθουν ίσως διά να φύγουν, ίσως και διά ν' ανέλθουν επάνω εις την οικίαν. Ο Μούτρος ή Μούρτος, επάνω στο πάτωμα, ήτον πλήρης οργής, μεθύων ακόμη, και αφρισμένος. Εφύσα από μανίαν και λύσσαν.

Ο δε Ζευς ακροώμενος και εξετάζων ακριβώς πάσαν ευχήν δεν υπέσχετο τα πάντα, αλλ' έτερον μεν έδωκε πατήρ, έτερον δε ανένευσε, τας μεν δικαίας ευχάς έσυρεν άνω του στομίου και τας ετοποθέτει δεξιά του, τας δε παρανόμους απέπεμπεν απράκτους, τας εφύσα προς τα κάτω και ούτε να πλησιάσουν προς τον ουρανόν τας άφηνε.

Άγριος εφύσα βορράς, οργώνων βαθέως τα κύματα, και η μικρά φελούκα διά να μην αρμενίζη κατεπάν' τον αέρα, είχε μαϊνάρει το πανί της, και είχε μείνει ξυλάρμενη και ωρτσάριζε κ' εδοκίμαζε να κάμη βόλταις. Του κάκου.

Και διά της ριπής του Βορρά, όστις εφύσα εις τα φύλλα των παναρχαίων δένδρων, ο δρυμός, μεγαλοπρεπής, στοιχειωμένος, ασινής, ανάλωτος από εμπρησμόν, ως λέγουσι, βλάπτων τον υλοτόμον όστις θα ετόλμα να υψώση εναντίον του πέλεκυν ασεβή, διηγείτο εις γλώσσαν ακατάληπτον εις πάντας πόσους καιρούς και χρόνους είχε ζήσει, και πόσας γενεάς ανθρώπων είχεν ιδεί διαμαχομένας αλλήλας, χωρίς οι μεταγενέστεροι να διδάσκωνται εκ της πείρας των προγενεστέρων και γίνωνται λογικώτεροι.

Βοράς εφύσα. Η φωτιά εις την εστίαν έσβυνε. Η Φραγκογιαννού ησθάνθη ρίγος εις την ράχιν, και παγωμένους τους πόδας της. Ήθελε να σηκωθή να φέρη ολίγα ξύλα έξω από τον πρόδομον, διά να τα ρίψη εις την εστίαν, να ξανάψη το πυρ. Αλλ' ηργοπόρει και ησθάνετο μικράν νάρκην, ίσως το πρώτον σύμπτωμα του εισβάλλοντος ύπνου.

Η θειά-Αχτίτσα έτρεξεν εις τα «ορμάνια» ίνα προλάβη και εισκομίση καυσόξυλά τινα. Την επαύριον ο χειμών κατέσκηψεν αγριώτερος. Μέχρι των Χριστουγέννων, ουδεμία ημέρα εύδιος, ουδεμία γωνία ουρανού ορατή, ουδεμία ακτίς ηλίου. Κραταιός και βαρύπνοος βορράς, «χιονιστής», εφύσα κατά τας παραμονάς της αγίας ημέρας. Αι στέγαι των οικιών ήσαν κατάφορτοι εκ σκληρυνθείσης χιόνος.

Ο Καρδοπάκης είχεν αποκοιμηθή, και αντί ν' ακούη αυτός τους κρότους τους έξω, ήκουον αι δύο κόραι τον ρογχαλισμόν του. Έξω εφύσα λεπτή αύρα, κ' ηκούετο από καιρού εις καιρόν ο θρους των φύλλων.

Μόλις οι χριστιανοί τα ήναπτον, και μία χειρ στιβαρά ελλοχεύουσα όπισθεν του μανουαλίου, τα ήρπαζε πάραυτα μετά γοργότητος ληστού, δύο παρειαί ωγκούντο ως φούσκαι αγιοβασιλιάτικαι, έν μέγα στόμα, ως θηρίου στόμα εφύσα διά δυνάμεως τετραπλών πνευμόνων, και τα κηρία τρέμοντα, εσβεσμένα, αναλυμένα σχεδόν από τον φόβον των, ερρίπτοντο είς τι δοχείον βαθύ εκ λευκοσιδήρου κείμενον εκεί, όπερ έπρεπεν ούτως ή άλλως να πληρωθή πάσαν Κυριακήν, το παμφάγον!