United States or Georgia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο συνοδίτης των τριών αρχαιολόγων και του δημοδιδασκάλου, ο πέμπτος, νεανίας εικοσαετής, είχε, κατά το φαινόμενον, το αξιώτερον υποζύγιον υπέρ πάντας τους λοιπούς, υψηλόν όνον, εύρωστον, πλατυκόκκαλον, και υποκοκκινίζοντα το αφρόν τρίχωμα. Και όμως, αντί να τρέχη πρώτος, ήρχετο τελευταίος πάντων των συνοδοιπόρων.

Και όταν καμμιά παρέα είχε «να ψάλη καμμιά συναγρίδα ή να διαβάση καμμιά στέρφα γίδα». Τότε ο Γιώργης της Θασίτσας, ένας ολοστρόγγυλος ως κρεοπώλης, ξανθός νεανίας, έπαιρνεν από τα σπίτι τα χρειαζόμενα, εγέμιζε καμμιά δαμιζάνα μαύρο γλωσσότικο, και καμμιά χιλιάρικη μοσχάτο εντόπιον και τότε άνοιγε το οινοπωλείον του.

Μη με ξεχνάτε, αδελφοί, στης Κυριακάτικες αγάπες. . . Οι ανωτέρωΛούπος Ορμάει ταραγμένος ο Λούπος, νεανίας με χιτωνίσκο πράσινο. ΛΟΥΠΟΣ. Τώλπιζες τη ζωή να χάση ο ταύρος μ' ενός προβάτου χτύπημα; ΕΠΑΡΧΟΣ. Λούπε, τι τρέχει;

Εις το διάστημα τούτο της ελαχίστης αναπαύλας, είς των νεανιών εύρε καιρόν να γελάση με τον μογιλάλον, όστις ίστατο εκεί κρατών τον κενόν ασκόν με βλέμματα ανακριτού: — Γιαν! κιμίκρ! — Κιμίκρ! απήντησε και ο μογιλάλος. Και διά νεύματος και σχήματος ηρώτησεν αν έκαμαν τηγανίτες. — Γιαν! Νά! κιμίκρ! Απήντησεν ο νεανίας.

Ούτε μετ' αυτής ούτε άνευ αυτής ηδύνατο να ζήση· αγνοών δε ο δυστυχής νεανίας ότι η καρδία γυναικός είναι άμμος κινητή, επί της οποίας μόνον σκηνή διά κατάλυμα μιας νυκτός δύναται να στηθή, είχεν οικοδομήσει εκεί κατοικίαν, εν ή όλην του την ζωήν εσκόπευε να διαμένη.

Αναχωρήσας εκείθεν ο νεανίας διηγήθη το συμβάν εις τους άλλους, και την επομένην ημέραν επέστρεψεν εις την αυτήν θέσιν συνοδευόμενος παρ' ενός άλλου Σκύθου και εύρε την Αμαζόνα περιμένουσαν μετά μιας άλλης. Οι λοιποί νεανίσκοι, μαθόντες τα γενόμενα, ημέρωσαν και αυτοί τας λοιπάς Αμαζόνας.

Ήτο λοιπόν κάποιο παιδί, ή μάλλον μικρός νεανίας, ωραιότατος, ο οποίος είχε πάρα πολλούς εραστάς, είς δε εξ αυτών ήτο επιτήδειος.

Το ξέρω συ πως μ' αγαπάς, και τώρα ίσως θ' απορής πούρθες στην πόρτα να με βρης. Έλα κοντά, και δώσε μου το στόμα το γλυκό σου. ΝΕΑΝΙΑΣ Α μπα: φοβάμαι, μάτια μου τον αγαπητικό σου. Α' ΓΡΑΥΣ Ποιόν; ΝΕΑΝΙΑΣ Α, τον ενδοξότερο απ' όλους τους ζωγράφους. Α' ΓΡΑΥΣ Ποιόν; ΝΕΑΝΙΑΣ Που στολίζει τα σταμνιά που βάζουνε στους τάφους! Κρύψου λοιπόν να μη σε ιδή στην πόρτα, πως κατέβης

Λαβούσα, λοιπόν την κεφαλήν του Φρουμεντίου επί των γονάτων της ήρξατο να θωπεύη την κόμην του διά των δακτύλων και το μέτωπον διά των χειλέων της· ο δε αμνησίκακος εκείνος νεανίας, ο τοσούτον υβρισθείς, απατηθείς και καταπατηθείς, εν ακαρεί ελησμόνει και απιστίας και ύβρεις και βασάνους.

Α' ΓΡΑΥΣ Έννοια σου, και κατάλαβα καλά το τι γυρεύεις. ΝΕΑΝΙΑΣ Ώ, μα τον Δία, έννοιωσα κ' εγώ πολύ καλά τι έχεις στα μυαλά. ΝΕΑΝΙΑΣ Βρε γρηά! θαρρώ πως σούχει στρίψη! Α' ΓΡΑΥΣ Λέγε μου κι' άλλ' ακόμα, μα θα σε πάω σέρνοντας μέσ' στο δικό μου στρώμα. Α' ΓΡΑΥΣ Δυστυχισμένε! σώπα πειά και μη με κοροϊδεύης. κ' έλα μ' εμέ ν' ανέβης!