United States or Estonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καταπατηθείσα επί πολλήν ώραν υπό των θορυβωδώς εξερχομένων του οινοπωλείου, και ζυμωθείσα με τον οινόφυρτον του εδάφους πηλόν, ανεσύρθην τέλος υπό του οινοπώλου Κυρ Μπούτρου, εκαθαρίσθην υπ' αυτού όσον ήτο δυνατόν, και περί μέσας νύκτας κατέλιπον μετ' αυτού το οινοπωλείον.

Ησθάνθην τον κύριόν μου αναστάντα από της έδρας του και αναμιχθέντα κλονουμένω τω βήματι εις την έριδα, πλην μετ' ολίγον χειρ ρωμαλέα έδραξεν αυτόν από του στήθους, τα συνέχοντα το ιμάτιον αυτού κομβία διεσπάσθησαν, και εγώ κατέπεσα χαμαί εις το βορβορώδες έδαφος του οινοπωλείον. Τα περαιτέρω είνε συγκεχυμένα και αόριστα εις την μνήμην μου.

Και τότε το μαγαζείον του από δικαστήριον ή ποιμνιοστάσιον μετεβάλλετο εις οινοπωλείον πράγματι. Ελησμονήσαμεν να προσθέσωμεν ότι ο Γιωργής της Θασίτσας ειργάζετο ακόμη άλλην μίαν φοράν κατ' έτος, τας νύκτας του δωδεκαημέρου, όταν τα «έκοπταν». Τας νύκτας εκείνας ο Γιωργής της Θασίτσας ήτο πάντοτε . . . κλειστός.

Η κυβέρνησις τον είχεν επαναφέρει εις τας τάξεις του στρατού με τον βαθμόν του υπολοχαγού. Τότε, παρά τον άγιον Δημήτριον, μίαν εσπέραν, ανεκάλυψε βαθύ θολωτόν υπόγειον, ως τεθαμμένην εκκλησίαν. Εις την θύραν του κλάδος ελαίας και μία ερυθρά σημαία εμαρτύρουν ότι κάτω υπήρχεν οινοπωλείον. Κατήλθε με χαράν εις το βάθος εκείνο, διότι τω εφαίνετο ότι ο κόσμος τον απώθει. Έμεινεν εκστατικός πάραυτα.

Το θορυβωδέστερον μαγαζί του χωρίου ήτο το οινοπωλείον του Γεωργή της Θασίτσας, εγγύς της παραλίας, εις το σκότος ενός στενού. Κυρίως δεν ήτο ούτε οινοπωλείον τακτικόν, ούτε μαγειρείον, ούτε μαγαζί καν. Δεν ήτο τίποτε.

Πιθανώτατον φαίνεται, ότι αφορμήν έδωκε πρώτην εις το Κ ό φ' το γηραιός τις εφημεριδοπώλης, αγαπών υπερβολικά τα πνευματώδη ποτά, και σταματών συχνά πυκνά προς της θύρας των οινοπωλείον, ίνα δροσίζη τον κουραζόμενον λάρυγγά του δι' αλλεπαλλήλων ρακοποτίων.

Και όταν καμμιά παρέα είχε «να ψάλη καμμιά συναγρίδα ή να διαβάση καμμιά στέρφα γίδα». Τότε ο Γιώργης της Θασίτσας, ένας ολοστρόγγυλος ως κρεοπώλης, ξανθός νεανίας, έπαιρνεν από τα σπίτι τα χρειαζόμενα, εγέμιζε καμμιά δαμιζάνα μαύρο γλωσσότικο, και καμμιά χιλιάρικη μοσχάτο εντόπιον και τότε άνοιγε το οινοπωλείον του.