United States or Chile ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις πάντα οικογενειακόν κύκλον η ευμενής επίδρασις μιας αγαπώσης ψυχής αρκεί, όπως εμφυσήση εις αυτόν άρρητον γαλήνην. Έχει θωπευτικήν και παρήγορον δύναμιν, όπως αι ακτίνες του ηλίου. Ουδέν κοινόν, ουδέν τυραννικόν, ουδέν ανήσυχον δύναται ν' αντιπαλαίση τελεσφόρως προς την ευεργετικήν γοητείαν της· ουδεμία παρατονία δύναται να διαταράξη την βασιλεύουσαν αρμονίαν.

Διά τούτο ετόλμησα να σύρω εις την θάλασσαν το προ πολλού αργούν επί της άμμου πλοιάριόν μου και μετά πρόχειρον επισκευήν να ανοιχθώ εις πέλαγος. Ας δώσουν δε οι θεοί να πνεύση εκ μέρους υμών ευμενής άνεμος, καθότι τώρα μάλιστα έχω ανάγκην βοηθητικού και ευνοϊκού ανέμου όστις να κολπώση τα ιστία μου, και εάν φανώ άξιος των προσδοκιών σας, να λεχθή και δι' εμέ το Ομηρικόν•

Είθε η θεία μήτηρ του Αινείου, του μεγαλοψύχου προγόνου σου να σοι είνε τόσον ευμενής όσον υπήρξε δι' εμέ ο θείος υιός της Μαίας! — Τι σημαίνει τούτο; — Εύρηκα! αυθέντα, εύρηκα! — Την είδες; . . . — Είδα τον Ούρσον, αυθέντα, και του ωμίλησα. — Και ηξεύρεις πού είνε κρυμμένοι; — Όχι, αυθέντα, αλλ' είνε εύκολον τώρα.

Μία αυτών, η αδελφή Βεάτη, εδεικνύετο εξόχως ευμενής προς τον κύνα. Η ευμένεια δε ήτο το κυριώτατον γνώρισμα της γυναικός ταύτης. Αύτη εμειδία τόσον προθύμως και περιχαρώς προς πάντα τα περί αυτήν, ώστε ουδείς ηδύνατο να την μεμφθή ούτε διά το υψηλόν της ανάστημα ούτε διά την άπλυτον εμπροσθέλλαν ην εφόρει. Η αδελφή Βεάτη ήτο η επιτηδειοτάτη των μαγείρων και η αμελεστάτη των καλογραιών.

Αλλά συγχώρησέ με διά τον πρώτον λόγον και δέξου τούτον εδώ τον δεύτερον ευχαρίστως, ευμενής και ίλεως μη μου αφαιρέσης την ερωτικήν τέχνην, την οποίαν μου έδωκες, μήτε να την εξασθενήσης και δίδε εις εμέ την χάριν να είμαι ακόμη περισσότερον ή τώρα άξιος της τιμής και υπολήψεως των ωραίων.

Αλλ' ο Ιησούς εμβλέπων εις πολλά πρόσωπα τον επληροφόρησεν, ότι υπήρχε διαφορά μεταξύ του συνωθισμού της περιεργείας και της επαφής της πίστεως, και όταν τέλος το βλέμμα Του έπεσεν επί την πτωχήν γυναίκα, εκείνη, αισθανθείσα ότι έπταισε ζητούσα να κλέψη την ίασιν την οποίαν Εκείνος ευμενής θα έδιδεν, ήλθεν ενώπιόν Του τρέμουσα, και πεσούσα εις τους πόδας Του είπεν όλην την αλήθειαν.

Εμειδία, και ήτο ευμενής. — Τι σας ήρθε, βρε παιδιά, κυριακάτικα και δε μ' αφήσατε δυο ώρες τώρα να χαρώ τον μεσημεριάτικο τον ύπνο μου, νταπ, ντουπ, ντουπ, ντουπ, δύο ώρες; Κ εγώ το είχα πάρη δίπλα ανάμεσα στης κουμαριές, στον ίσκιο ενός ορνιού, κ' έλεγα να χορτάσω τον ύπνο. — Τίποτα, μπάρμπα Τριαντάφυλλε, τίποτα, είπεν εν αμηχανία ο Νικολός.

Αλλ' ελθούσα εις τον μύλον βλέπει ότι ο γαμβρός της ήτο απών, και δεν ηδύνατο να εννοήση πόθεν η παράδοξος αργοπορία του. Τώρα είχεν αφήσει την κόρην της περιμένουσαν μετά των κοιμωμένων τεκνίων εις τον μύλον, και αυτή μετά του Παγώνα, τον οποίον ευμενής πρόνοια είχε στείλει βοηθόν, «αρμένιζε» διά νυκτός, καίτοι κατά ξηράν, άνω του ρεύματος, προς την Παναγίαν.