United States or Guernsey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όσον αφορά τους δεσμοφύλακας και τον άνθρωπον, όστις εξήλεγχε τον θάνατον με τον πεπυρακτωμένον σίδηρον, τους είχον εξαγοράσει, όπως και ένα άλλον βοηθόν, καλούμενον Άττιν. — Έχομεν ανοίξη οπάς εις το φέρετρον έλεγεν ο Ναζάριος. Ο μόνος κίνδυνος είναι μήπως η Λίγεια εκπέμψη στεναγμόν ή είπη λέξιν, όταν θα περάσωμεν πλησίον των πραιτωριανών. Άλλως τε ο Γλαύκος θα της δώση υπνωτικόν.

Άλλον βοηθόν ο Παπάς δεν είχεν^ ο νεώτερος υιός του, ετοιμαζόμενος εφέτος δι' εξετάσεις εις το Διδασκαλείον, δεν ηδυνήθη να έλθη το Πάσχα· ο άλλος έλειπε διαρκώς ναύτης με τα καράβια του.

Δεν πρέπει λοιπόν ούτε εμέ ατομικώς να υποπτεύεσθε, αφού σας έδωκα τοιαύτας εγγυήσεις, ούτε τον στρατόν μου να νομίσετε αδύνατον βοηθόν αλλ' ενωθήτε μετ' εμού θαρραλέως.

Σ’ εσένα πρώτην δέομαι, Αθηνά του Διός κόρη, και στην βοηθόν της πόλεως θεάν την αδελφή σου, την Άρτεμι, στον κύκλιον της αγοράς τον θρόνον που μένει θρονιασμένη, και στον Απόλλωνα τον τοξότη. Τους τρεις καλώ σας βοηθοί να ’λθήτε στα δεινά μας. Αν άλλοτε σε δυστυχίαν αρχαίαν εσείς σωτήρες εδράματε κι εδιώξατε την φλόγα της καταστροφής, και τώρα να βοηθήσετε. Στροφή β΄

Αλλ' ελθούσα εις τον μύλον βλέπει ότι ο γαμβρός της ήτο απών, και δεν ηδύνατο να εννοήση πόθεν η παράδοξος αργοπορία του. Τώρα είχεν αφήσει την κόρην της περιμένουσαν μετά των κοιμωμένων τεκνίων εις τον μύλον, και αυτή μετά του Παγώνα, τον οποίον ευμενής πρόνοια είχε στείλει βοηθόν, «αρμένιζε» διά νυκτός, καίτοι κατά ξηράν, άνω του ρεύματος, προς την Παναγίαν.

Εσένα κράζω βοηθόν στης συγγραφής τη ύλη. Λάμψε σ' εμένα φωτεινή, κι' οδήγα το κοντύλι, Να δυνηθώ με των Μουσών τη γλώσσα και τον τρόπον 15 Να ιστορήσω, όσα ειπώ, ν' αρέσου των ανθρώπων.

Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• «Θε να σου ειπώ και πρόσεχε καλά να μ' εννοήσης, και σκέψου αν μόν' η Αθηνά με τον πατέρα Δία 260 θα μας βοηθήσ', ή βοηθόν και άλλον θα εφεύρη ο νους μου». Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• «Είν' αξιόλογοι βοηθοί, πατέρ', αυτοί 'που λέγεις, 'ς τα σύννεφα καθήμενοι ψηλά, και βασιλεύουν των θνητών όλων εις την γη και ομού των αθανάτων». 265

Διηγούνται δε ότι, αφού εκυρίευσαν επί τέλους την Τρωάδα οι Έλληνες, ευσπλαγχνισθέντες την δυστυχίαν των νικηθέντων, εκήρυξαν ότι έκαστος αυτών ηδύνατο να λάβη μεθ' εαυτού έν των πολυτιμοτέρων του και ν' αναχωρήση. Ο Αινείας, παραβλέψας παν άλλο, έλαβεν ανά χείρας το άγαλμα της Εφεστίου Θεότητός του, όπως έχη αυτήν βοηθόν, και ητοιμάζετο να εξέλθη.

Άξια ο Φοίβος μας θυμίζει και συ άξια το ξεχασμένο το θανάσιμο το κρίμα° και δίκαια τον βασιλέα βοηθόν θα βρήτε εμένα όχι για χάρι των νεκρών μονάχα, αλλά και για την ίδια μου τη σωτηρία. Θα διώξω εγώ την εντροπήν από τας Θήβας, γιατί ο φονιάς που έχει τον Λάιον σκοτωμένα, μπορεί και μένα να σκοτώση καμμιάν ώρα. Λοιπόν κάμνω καλό στον εαυτό μου αν έτσι τον θάνατον εκδικηθώ του βασιλέως.

Όταν εγώ τον εφόνευα και του κατέφερα πολλά τραύματα εις τα φαινόμενα μέρη του σώματος, ώστε να προξενήση μεγαλειτέραν λύπην εις τον πατέρα του και εις το πρώτον βλέμμα να του σπαράξη την ψυχήν, ο νέος ανεφώνησε γοερώς επικαλούμενος τον πατέρα του, όχι βέβαια ως βοηθόν και σύμμαχον, διότι εγνώριζεν ότι ήτο γέρων και αδύνατος, αλλά διά να ίδη την δυστυχίαν του.