United States or Cabo Verde ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά 'πε, κ' εκατάπεισε την ανδρική ψυχή μας. και τότε αυτού καθόμασθεν, ολημέρα ως το δείλι μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό, φαγοποτώντας. 30 και ο ήλιος άμ' εβύθισε κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα, εις τα πρυμόσχοινα σιμά οι άλλοι αναπαυθήκαν• μέν' απ' το χέρι πήρε αυτή μακράν απ' τους συντρόφους, εκάθισέ με, πλάγιασε κοντά μου, και μ' ερώτα• κ' εγώ της εξιστόρησα τα πάντα ένα προς ένα. 35 προς εμέ τότε ωμίλησεν η Κίρκ' η σεβασμία• 'τούτα όπως τα 'πες έγειναν ό,τι θα ειπώ συ τώρα άκου, και πάλι ένας θεός θα σου τα υπενθυμίση.

Αυτού τότ' εκαθόμασθεν, ολήμερά ως το δείλι μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό φαγοποτώντας. και ο ήλιος άμ' εβύθισε, κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα, ν' αναπαυθούμ' επέσαμετην άκρα της θαλάσσης, εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, 560 και τότε των συντρόφων μου παράγγειλατα πλοία νάμπουν και τα πρυμόσχοινα να λύσουν κείνοι εμπήκαν, εις ταις σανίδαις κάθισαν με τάξι αραδιασμένοι, και την λευκή την θάλασσα με τα κουπιά βροντούσαν. θλιμμένοι επλέαμεν εμπρός, μακράν από τον χάρο 565 πρόθυμ', αλλά των ποθητών συντρόφων στερημένοι.

Είπε, του σύρτη από σιμά της θύρας κείνο εβγήκε, και εις των ανέμων ταις πνοαίς εσκόρπισε• και η κόρη του Ικαρίου ξύπνησε, και ιλάρωσε η ψυχή της, 840 'π' όνειρον ολοφάνερον της ήλθεν εις το δείλι.

Μέσα στο μελίσσι των παιδιών που σχολούσαν, μεσημέρι και δείλι, απ' το σχολειό της ενορίας και γέμιζαν το δρόμο με φωνές και κακανίσματα, το πιο περήφανο ήτανε ο Γιαννάκης ο Καμπούρης. Ο Γιαννάκης, όταν γεννήθηκε δεν είχε κανένα σημάδι απάνω του. Ο πατέρας του κ' η μάννα του τον καλοδεχθήκανε, όπως καλοδέχονται όλα ταρσενικά παιδιά. Μονάχα ήτανε λίγο χλωμός αδύνατος και κακοθρεμμένος.

Δυο μέρες, ο Τριστάνος κι' ο Γκορνεβάλης πέρασαν τα χωράφια και της πολιτείες χωρίς να ιδούν ψυχή, άνθρωπο, σκύλλο, κόκκορα. Την τρίτη μέρα, κατά το δείλι, πλησίασαν σ' ένα λόφο όπου υψωνότανε ένα παληό εξωκκλήσι, και πολύ κοντά το οίκημα ενός ερημίτη. Ο ερημίτης δε φορούσε φορέματα από υφάσματα, παρά μόνον ένα τομάρι γίδας και μάλλινα κουρέλια στη ράχι.

Τρεις φορές όμως φάνηκε ότι ο θαλασσινός άνεμος έφερνε στην παραλία μια μανιασμένη κραυγή. Τότε, δείχνοντας το πένθος τους, η γυναίκες χτυπούσαν τα χέρια τους, ενώ οι σύντροφοι του Μόρχολτ, μαζεμένοι παράμερα μπρος στης σκηνές τους, γελούσαν. Κατά το δείλι, φάνηκε, στο βάθος, το πορφυρό ιστίο: Ήταν η βάρκα του Ιρλανδού, που έφευγε από το νησί. Ξεφωνητά απελπισίας αντηχήσανε: «Ο Μόρχολτ!

Σε είχα πρωί πρωί προσμείνει και σε περίμενα ολημέρα κι ήρθες το δείλι προς το βράδυ. Και μου είπες: όχι στο λαγκάδι κι όχι στο δάσος, μου είπες, πέρα και στο βουνό με τον αέρα. Κι ούτε στον κάμπο, μου είπες πάλι, κι ούτε στο λόφο περαπέρα κι ούτε στο πράσινο ακρογιάλι, μα πιο μακριά κι ακόμα πέρα που φωτεινότερη είναι η μέρα. Ήταν αλήθεια κι ήταν θάμα, οι πάγοι ρόδα είχαν γεμίσει.