United States or Ukraine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θα φροντίσω το ταχύτερον να ζητήσω τα έργα των και να τα μελετήσω μετά προσοχής και σκέψεως. Κύριε Μαγιάρ, οφείλω να ομολογήσω, με κάμνετε να αισχύνωμαι διά τον εαυτόν μου. Και έλεγα αλήθειαν! — Αρκεί πλέον, καλέ και έξοχε φίλε, είπε με καλωσύνην σφίξας και το χέρι μου. Ας πιούμε εις την περίστασιν αυτήν και ένα ποτήρι του Σωτέρν. Ήπιαμε.

Να μετανοήσω, άρχοντα Ογκρίν; Και για ποιο έγκλημα; Σεις μπορείτε και κρίνετε: ξέρετε τι ποτό ήπιαμε στη θάλασσα; Ναι, το καλό ποτό μας έχει μεθύσει, και θα προτιμούσα να ζητανιεύω όλη μου τη ζωή στους πέντε δρόμους και να ζω με χόρτα και με ρίζες μαζύ με την Ιζόλδη παρά νάμαι, δίχως αυτή, Βασιληάς της πειο μεγάλης χώρας.

Ένας μας αρχηγός τότες, ο Ρούσσος, παίρνει μερικούς του συντρόφους και μπαίνει στο σπίτι του, κατά το ριζοβούνι ως ένα βόλι μακριά από τον κάμπο. Μπαίνει και βρίσκει σφίδα γεμάτη κρασί. Όλοι μας ήπιαμε από το κρασί εκείνο. Αξέχαστη πρωινή. Ξαναμαζευούμαστε, ροβολούμε κατά τον κάμπο, κι αρχινούμε τη φωτιά πίσω από κάτι χαμηλότοιχους.

Πες της να θυμηθή της περασμένες μας χαρές, της μεγάλες λύπες, τους μεγάλους πόνους, και της χαρές, και της πίκρες της άδολης και τρυφερής μας αγάπης· να θυμηθή το μαγεμένο κρασί που μαζύ ήπιαμε στη θάλασσα· να θυμηθή τον όρκο που της έδωσα ότι μόνον αυτή θ' αγαπώ. Εκράτησα την υπόσχεσί μουΠίσω από τον τοίχο, η Ιζόλδη με τα Λευκά Χέρια άκουσε αυτά τα λόγια. Σχεδόν ελιποθύμησε.

Βασίλισσα Ιζόλδη δε θυμόσαστε εκείνη την τόσο ωραία, την τόσο θερμή μέρα μέσα στην πλατειά θάλασσα; Είχατε δίψα!, δε θυμώσαστε, ω κόρη Βασιληά; Στο ίδιο ποτήρι ήπιαμε μαζύ. Από τότε είμαι παντοτεινά ζαλισμένος από κακό μεθύσι...» Μόλις άκουσε η Ιζόλδη αυτά τα λόγια, που μοναχά αυτή και κανένας άλλος μπορούσε να καταλάβη, έκρυψε το κεφάλι μέσα στο μαντύα της, σηκώθηκε και θέλησε να φύγη.

ΠΑΜΦ. Είσαι τρελλή ή μεθυσμένη ακόμη, Μύρτιον, μολονότι χθες δεν ήπιαμε πολύ. ΜΥΡΤ. Αυτή η Δωρίς μου το είπε και με κατελύπησε. Την έστειλα να μου αγοράση προβατόμαλλα για την κοιλιά μου και να ευχηθή για μένα εις την Λοχείαν Αρτέμιδα και στο δρόμο συνήντησεν, ως λέγει, την Λεσβίαν. . . . . αλλά πες του τα εσύ, Δωρί, η ίδια, εκτός αν τα είπες ψέματα.

Τότε εσηκώθη μία εκ μέρους όλων και με χαροποιόν πρόσωπον με εχαιρέτησε και πιάνοντάς με από το χέρι με εκάθισεν εις την μέσην αυτών· έπειτα από μία μία ήλθαν όλες και με εχαιρέτησαν και με συνεχάρησαν διά το κατευόδιόν μου εκεί· τότε μου λέγουν· από τώρα και εις το εξής εσύ είσαι ο αυθέντης μας και κριτής μας και ημείς η σκλάβες σου· και εν τω άμα έφεραν νερό ζεστό και μου έπλυναν χείρας και πόδας, με άλλαξαν με λευκά λαμπρά φορέματα, ετοίμασαν ευθύς την τράπεζαν με πολυποίκιλα φαγητά, ποτά εξαίρετα και διάφορα και πλέον εκλεκτά οπωρικά και εκάθισαν όλες εις την τράπεζαν και αφού εφάγαμε και ήπιαμε αρκετά, άρχισαν άλλες να λαλούν διάφορα μουσικά όργανα, άλλες να τραγουδούν συντροφεύοντας τα όργανα, ώστε εσχηματίζετο μία εναρμόνιος συμφωνία και μελωδία και άλλες πάλιν να χορεύουν διαφόρους χορούς· και εν κοντολογία ο σκοπός αυτών όλος ήτον για να μου δώσουν την πλέον εξαίρετον ξεφάντωσιν, που ανθρώπινος νους δεν δύναται να καταλάβη· έπειτα μου εζήτησαν να τους διηγηθώ την ιστορίαν μου, τις ήμουν και πώς κατήντησα εκεί· και εγώ τους διηγήθην όλα μου τα συμβάντα καταλεπτώς· ως τόσον επέρασεν αρκετή ώρα της νυκτός.

Γιατί δεν είναι σαν το χαρέμι εκεί, να βλέπης κοιμισμένα κορμιά. Όλες γλυκοφέγγουν εκεί ζωντανές, λυγερές, και σπαρταριστές. Μια να τις έβλεπες, και θα μου έλεγες αμέσως: «Εγώ θα μείνω εδώ· δεν τ' αφίνω πια το χωριό». Όχι, φτάνει μας. Αλλού είναι η δουλειά μας τώρα. Την πηγή την είδαμε. Τα ήπιαμε τα κρουσταλλένια της τα νερά.