United States or Tajikistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η γυναίκα και ο Έφις έτρεξαν κοντά του, αλλά δεν μπόρεσαν να τον κάνουν να κρατήσει όρθιο το κεφάλι. «Πρέπει να τον ξαπλώσουμε», είπε η γυναίκα, «θα του δώσω τώρα λίγο ποτό να πιεί. Βάλ’ τον κάτω, βοήθησέ μεΤον έβαλαν κάτω, αλλά οι σταγόνες από ένα πράσινο υγρό που εκείνη προσπάθησε να του χύσει στο στόμα επάνω στα κλειστά δόντια, του χύθηκαν στο σαγόνι. «Μοιάζει πεθαμένος.

Οι ιστορητές ισχυρίζονται εδώ ότι η Βραγγίνα δεν είχε ρίξει στη θάλασσα το μπουκάλι το μισοαδειασμένο από τους αγαπημένους, το μπουκάλι με το μαγικό ποτό. Παρά ότι το πρωί όταν η κυρία της επήγε στο κρεβάτι του Βασιληά Μάρκου, η Βραγγίνα έχυσε σ' ένα ποτήρι, ό,τι έμενε από το φίλτρο και τώδωσε στους συζύγους. Και ότι ο μεν Βασιληάς Μάρκος ήπιε πολύ, ενώ η Ιζόλδη έχυσε κρυφά το δικό της χάμου.

Ι. Μπεντιέ γίνεται ο άξιος συνεχιστής των παληών τροβαδούρων που εδοκίμασαν να χύσουν στο ελαφρό κρύσταλλο της γλώσσης μας το μεθυστικό ποτό όπου οι δύο αγαπημένοι της Κορνουάλλης ήπιαν, στους παληούς καιρούς, την αγάπη και τον θάνατο.

Αλλά όταν τη νύχτα του γάμου έρθη η στιγμή που αφήνουν μοναχούς τους συζύγους, θα χύσης αυτό το κρασί σ' ένα ποτήρι, και θα το παρουσιάσης στο Βασιληά Μάρκο και στην Ιζόλδη να το πιούν μαζύ. Πρόσεξε, κόρη, καλά ώστε μονάχα οι δυο τους να μπορέσουν να πιούν απ' αυτό το ποτό.

Ο δρόμος δεν έχει γυρισμό, γιατί η δύναμι της αγάπης από τώρα κι' όλα ανίκητα σας τραβάει, και ποτέ πεια δε θα βρήτε χαρά δίχως λύπη. Σας κατέχει το μαγεμένο κρασί που ήπιατε, το ερωτικό ποτό που η μητέρα σας, Ιζόλδη, μου είχεν εμπιστευθή. Μονάχα ο Βασιληάς Μάρκος ώφειλε να το πιή με σας. Αλλά ο Σατανάς μας εκορόιδεψε και τους τρεις, κ' έτσι αδειάσατε σεις το ποτήρι.

Δε βαριέσαι, είπεν ο 'γούμενος και στον ίδιο καιρό εγέμισε το ποτήρι του γαμπρού, οπού το εκατεβάσε με μιας. — Εγώ σε λυώ από το λόγο σου· πας και τους ήφαες τίποτα; — Δε σου λέου, είπεν ο Κεριάκος με τραυλή φωνή από το ποτό, μα . . . — Δεν έχει μα και ξεμά· όλα είν' έτοιμα, θα πάμε μέσα να ξεμπερδεύωμε, να ησυχάσης και συ.

Δυο μέρες τους παρακολούθησε, και τους είδε να διώχνουν κάθε τροφή, κάθε ποτό, πάθε στυλωτικό, και να ζητάη ο ένας τον άλλον σαν τυφλοί που βαδίζουν ψηλαφητά ο ένας προς τον άλλο: δυστυχισμένοι όταν εμαραίνοντο χωρισμένοι, και πειο πολύ δυστυχισμένοι όταν βρισκόντανε μαζύ και τρέμανε μπρος σ' τη φρίκη της πρώτης ομολογίας.

Ό,τι τους τραβούσε από την ιστορία του Τριστάνου και της Ιζόλδης, και τους παρεκίνει να επιχειρήσουν να τη βάλουν, μ' όλες της δυσκολίες και της σκοτεινότητες που παρουσίαζε, στον καθιερωμένο ήδη τύπο των εκτοσυλλάβων στίχων, ό,τι έδωσε πραγματικά την επιτυχία στην προσπάθειά τους κ' έφερε στην ιστορία αυτή, αμέσως μόλις έγινε γνωστή στον Ρωμανογερμανικό κόσμο, μια χωρίς προηγούμενο δημοτικότητα, ήταν το πνεύμα που την εμψυχώνει απ' άκρη σ' άκρη, που κυκλοφορεί σε όλα της τα επεισόδια σαν το «ερωτικό ποτό» στης φλέβες των δυο ηρώων: η ιδέα του μοιραίου στην αγάπη, που την υψώνει πειο ψηλά απ' όλους τους νόμους.

Άλλα όταν ήρθε η νύχτα, η Βραγγίνα για να κρύψη την ντροπή της Βασίλισσας και για να ν' τη σώση από το θάνατο, επήρε τη θέσι της Ιζόλδης, στο γαμήλιο κρεβάτι. Για να τιμωρηθή που δε φύλαξε καλά το μαγεμένο ποτό, και από αγάπη για τη φίλη και κυρία της, εθυσίασε, η πιστή, την αγνότητα του κορμιού της. Το σκοτάδι της νύχτας έκρυψε από το Βασιληά την πανουργία της και την ντροπή της.

Τώρα όλα τελείωσαν…» «Τι θα κάνεις τώρα;» «Τι θες να κάνω; Θα μείνω εδώ περιμένοντας το θάνατο. Τα έχω μαζί μου όλα, η ψυχή μου να σωθεί.» «Μπορώ να σε πάω μέχρι το Νούορο», είπε ο Έφις, και ξαφνικά άρχισε να κλαίει. Σκυμμένος επάνω στον ετοιμοθάνατο προσπαθούσε να τον ξαναζωντανέψει βρέχοντας τα χείλη του με το ποτό που άφησε η γυναίκα και το μέτωπό του με ένα κουρέλι βουτηγμένο στο κρασί.