United States or Kosovo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο γέρος, όρθιος, ακούνητος, φιλούσε, φιλούσε ολοένα το μαγεμένο στόμα. Και η βάρκα, με το πανί λασκάδο, χωρίς καμμιά πνοή περίγυρα, άρχισε να σχίζη το κύμα, βουβό στην πλώρη της, να μακραίνη μαγεμένη απ' τη στεριά και να χάνεται στο χρυσό χάος του πελάγου. Σε λίγο μόνο τα μεγάλα μαλλιά του γέρου ανέμιζαν, σαν σβύσιμο αφρού, ανάμεσα στα μαγεμένα νησιά... Εμείς τα παιδιά ξέραμε πολλά πράγματα.

Και το βασιλόπουλο ξεκίνησε πάλι, διάβηκε όρη και βουνά, διάβηκε θάλασσες και ποτάμια κ' έφτασε ένα δειλινό στο μαγεμένο περιβόλι. Τα δένδρα σαν το είδαν από μακρυά, μετανόησαν που το είχανε προδώσει με το βουητό τους, το λυπηθήκανε και τούδειξαν μακρυά, στην κορυφή του βουνού, το σιδερένιο πύργο, που ήταν κλεισμένη η βασιλοπούλα.

Κι εσέ σκληρά η δική σου σ' εκδικήθη αρπάζοντάς σε απάνω στη χαρά· τον ήλιο πώς λαχτάριζαν τα στήθη, πώς του κόσμου σε πύρωνε η ομορφιά, πώς έλαμπε το μάτι μαγεμένο σ' όνειρο ωραίο εμπρός του ξανοιγμένο!

Κ' ενώ ο Τριστάνος, συγκινημένος, από τη μαγεία, χάιδευε το μικρό μαγεμένο ζωντανό που τούδιωχνε όλη τη λύπη, και του οποίου το τρίχωμα φαινότανε, στην αφή αβρότερο από το πειο πολύτιμο ύφασμα, συλλογιζότανε ότι αυτό θάτανε ένα καλό δώρο για την Ιζόλδη.

Μα το πλεούμενο αρμένιζε σα να είχε δική του ψυχή και δική του κυβέρνια. Μην είνε τάχα το μαγεμένο καράβι πώρχεται να πάρη άθελα το βασιλόπουλο και να κάμη χήρα την Πεντάμορφη ; Εκείνη τ' αγναντεύει από το παραθύρι κ' η θλίψη φυτρώνει σαν τσουκνίδα στην καρδιά της. Το βασιλόπουλο μπήκε σε πειρασμό· θέλει να κατεβή για να μάθη το μυστικό του καραβιού.

«Α! σκέφτηκε, στέκει να βρίσκω την ανάπαυσι μ' αυτόν τον τρόπο, ενώ ο Τριστάνος είναι δυστυχισμένος; Θα μπορούσε να κρατήση αυτό το μαγεμένο σκυλλί και να ξεχνάη έτσι όλο τον πόνο του. Αλλ' από ευγενική καλωσύνη προτίμησε να μου το στείλη, να μου δώση τη χαρά του και να ξαναπάρη τη λύπη του. Αλλά δε στέκει αυτό το πράγμα, Τριστάνε, θέλω να υποφέρω όσο υποφέρεις και συ».

Εγλυκοηχούσαν πάνω στο μαγεμένο πέλαγο, έξω στις ισκιωμένες γύρω τις στεριές, σε μια αρμονία ξωτική κι ονειροφάνταστη, που σου συνέπαιρνε το νου, σ' έφερνε σ' άλλους κόσμους μυστικούς κι απόκοσμους.

Άλλα όταν ήρθε η νύχτα, η Βραγγίνα για να κρύψη την ντροπή της Βασίλισσας και για να ν' τη σώση από το θάνατο, επήρε τη θέσι της Ιζόλδης, στο γαμήλιο κρεβάτι. Για να τιμωρηθή που δε φύλαξε καλά το μαγεμένο ποτό, και από αγάπη για τη φίλη και κυρία της, εθυσίασε, η πιστή, την αγνότητα του κορμιού της. Το σκοτάδι της νύχτας έκρυψε από το Βασιληά την πανουργία της και την ντροπή της.

Ο δρόμος δεν έχει γυρισμό, γιατί η δύναμι της αγάπης από τώρα κι' όλα ανίκητα σας τραβάει, και ποτέ πεια δε θα βρήτε χαρά δίχως λύπη. Σας κατέχει το μαγεμένο κρασί που ήπιατε, το ερωτικό ποτό που η μητέρα σας, Ιζόλδη, μου είχεν εμπιστευθή. Μονάχα ο Βασιληάς Μάρκος ώφειλε να το πιή με σας. Αλλά ο Σατανάς μας εκορόιδεψε και τους τρεις, κ' έτσι αδειάσατε σεις το ποτήρι.

Μα, μβήκε μέσα κι' ο φονιάς κ' έγιναν σαράντα ένα. Θωρείς τον έχω μαγεμένο, κ' είμ' άξια να τον φέρω μέσ' στο κόσκινό μου κι' από την άκρηα του κόσμου.