United States or Jersey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ταγέρι φορτωμένο Φοβέραις και περίγελα και φλογισμένα χνώτα Τριγύρω του εκουφόβραζε... Κανένα χηλιδόνι Δε φαίνεταιτον ουρανό να τον παρηγορήση... Ο δρόμος ατελείωτος!.. Δεξιά, ζερβιά του τοίχος Ανταριασμένοι οι Γκέγκιδες... τους ανακράζει ο Διάκος... »Δεν είν' κανένας από σας καθάριος Αρβανίτης »Να εντρέπεται τη γύμνια μου, την καταφρόνεσή μου, »Να μου φυτέψη ψυχικότο μέτωπο ένα βόλι;... »

Εφοβείτο να έλθη εις επαφήν με τοιούτους φοβερούς την όψιν ανθρώπους. Και πλουσίαν αμοιβήν αν του έταζον, δεν θα τους εδέχετο ποτέ εις την λέμβον. Ηκούσθη μία τουφεκιά. Η βολή συρίξασα εκτύπησεν εις το πηδάλιον της λέμβου. Δευτέρα τουφεκιά βροντώδης αντήχησεν. Το βόλι ηυλάκωσε το κύμα, και βυθισθέν εχάθη εις τον μέλανα πόντον. Ο μπάρμπ’-Αλέξης, εξακολουθών να ελαύνη, ήτο εκτός βολής ήδη.

Μα την τελευταία στιγμή, εκεί που νικούσαν οι δικοί μας, και το μπουλούκι το ρωμαίικο εφώναξε βρίζοντας την πίστι των Τούρκων, ένα βόλι του ήρθε του Νικοτσάρα, κ' εχώθηκε στην κοιλιά του, και τον ελάβωσε βαθειά.

Ένας μας αρχηγός τότες, ο Ρούσσος, παίρνει μερικούς του συντρόφους και μπαίνει στο σπίτι του, κατά το ριζοβούνι ως ένα βόλι μακριά από τον κάμπο. Μπαίνει και βρίσκει σφίδα γεμάτη κρασί. Όλοι μας ήπιαμε από το κρασί εκείνο. Αξέχαστη πρωινή. Ξαναμαζευούμαστε, ροβολούμε κατά τον κάμπο, κι αρχινούμε τη φωτιά πίσω από κάτι χαμηλότοιχους.

Σαν έχη το νου του σε φιλιά και σ' αγάπες ο Σφακιανός, βόλι πικρό τον προσμένει στον πόλεμο. Μήτ' ένας μας δε σκοτώθηκε στον πόλεμο εκείνο. Κάμποσες φορές τα είχε ακουσμένα αυτά ο Μυλόρδος, κι ως τόσο τάβγαλε πάλι τα χαρτιά του και σημείωσε μερικές αράδες. Οι άλλοι κάθονταν αμίλητοι και διαλογισμένοι.

Απ' την κορφή ΄ς τα νύχια Μ' έγδαρε, με ξεφλούδισε το βόλι, το λεπίδι... Μ' έφαγε η γύμνια κ' η ερμιά... Έβαψε τα παλιούρια Η ξεσχισμένη φτέρνα μου... Μ' έδειρε το χαλάζι... Έστρωσα το κρεββάτι μου μες ’ς τη μονιά του λύκου... Κυνηγημένος σα θεριό τη νύχτα ’ς τα λαγκάδια Έβγαινα κ' έβοσκ' αρπαχτά τα κούφια βελανίδια Που εσέποντο ’ς τα χώματα, κ' εζούσα μ' αποφάγια Π' αφίναν τ' αγριογούρουνα... Κι' όταν τον αλωνάρη Μούχαν πιασμένα τα νερά και μ' έφριγεν η δίψα, Ακούστε το, μωρές παιδιά, εζύμονα ’ς τα δόντια Κ' εχόρταινα βυζαίνοντας μια φλούδ' από μολύβι, Και δε θυμούμαι νάνοιωσα ποτέ μου τη λαχτάρα Όπου με σφάζει σήμερα, και σα μονομερίδα Απών' αρμό ’ς τον άλλονε, κρυφά κρυφά χωνεύει Και μου ρουφάει τη δύναμη και με νεκρόνει, Λάμπρε.

Αφού και ετελείωσεν αυτά τα λόγια, άρχισε πάλιν να προσπαθήση να βγάλη το δακτυλίδι, ο όφις πάλιν με το φύσημά του τον εκατάρριψεν εις την γην, και εγώ τον εξαναζώωσα με τα βόλι ωσάν το πρώτον.

Ενθυμούμενος το ότι μου παράγγειλε, τον εκτύπησα με ένα βόλι, και ευθύς αυτός εξανάλαβε τες αισθήσεις του. Πολλά καλά έκαμες μου είπε· και ετούτη είνε η δούλευσις, που από εσένα εχρειαζόμουν· ακολούθα λοιπόν να κάμνης το όμοιον όσον που κάνει χρεία.

Ακούστηκε σα μια βροντή... 'Σ τα σωθικά του Διάκου Κρυφά λες κ' είχαν σωριαστή, φαρμακεμμένοι πόνοι, Χίλιων χρονών εκδίκησαις, στείραις ευχαίς, ορφάνια, Του βρόχου το λαχτάρισμα, τυραγνισμένη φτώχια, Κατάραις, ψυχομάχημα, βάσανα, μοιρολόγια, Κ' εξέσπασε με μια φωνή το βογκητό του γένους: — » Αδέρφια μου!.. Φωτιά . .. Φωτιά» ... Το βόλι του Θανάση Δε θέλει σάρκα ανθρωπινή.

Αυτόν το θάνατο εύχονταν όλοι οι γενναίοι εκείνον τον καιρό· να παν από βόλι . Τον ίδιο θάνατο ευχήθηκε κι' ο Γκούρας κι' απ' αυτόν επήγε. Ο Καραϊσκάκηςτης εκστρατείες του είχε πάντα μαζί του μια Τουρκοπούλα βαφτισμένη, που την έλεγαν Μαριώ. Αυτή ήταν ντυμένη φουστανέλλες, σαν άντρας, κ' είχε τ' όνομα Ζαφείρης ανάμεσατα παληκάρια.