United States or Montserrat ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μεγάλος πως είνε ο Θεός το γνώριζα, Μυλόρδε μου, από κείνη τη δουλειά τη Σφακιανή· μα όχι και τόσο μεγάλος καθώς λέω πως είνε τώρα μ' αυτό του το θάμα! Και του λόγου σου τι θα κάμης ώσπου να γυρίσουμε πίσω; — Βλέπω κ' έχει ένα τεφτέρι ο Προεστός άγραφο.

Μένω σα να πούμε καρτερώντας με αγωνία πως μια μέρα θα μπορέσω να φωτιστώ για ό,τι δε γνωρίζω. Και μ' αυτό βλασταίνει μέσα μου μια σκέψη, που ρίζωσε τη στιγμή που γνώριζα πως θα πεθάνη το παιδί μου. Εννοώ πως ό,τι κι αν είναι αυτό, πραγματικότητα είτε φαντασία, μια μέρα θα μου πάρη τη γυναίκα μου. Είναι τόσο στενά δεμένη με τη ζωή μου, που δεν μπορώ να κάμω χωρίς αυτή.

Η γυναίκα μου δεν είχε δει ποτέ τα δυτικά ακρογιάλια κ' ήξερα πως είχε ένα είδος αντιπάθεια για όλο το ταξίδι κ' είπε το ναι μονάχα γιατί ένοιωσε πως η παραμικρότερη αντίσταση θα με λυπούσε. Το γνώριζα αυτό, γιατί μια μέρα είπε: «Δεν μπορώ να φανταστώ ένα καλοκαίρι, που δε βλέπει κανείς δέντρα».

Στον πυρετό τέτοιων σκέψεων επήρα μια μεγάλη απόφαση. Να σώσω εγώ την άρρωστη. Με την πίστη πούχα τότε τίποτε δε μου φαινόταν αδύνατο. Από τα ιερά βιβλία γνώριζα και πίστευα ότι όχι μόνον οι άρρωστοι όλων των λογιών μπορούσαν να θεραπευθούν, αλλά κοι νεκροί να γυρίσουν στη ζωή. Και γιαυτά τα θαύματα ήτον αρκετή μόνον η πίστη.

Και κει που μιλούσαμε, άρχισε να μου έρχεται ο πόνος, έτσι σαν από το μάκρος. Ήξερα πως θα έφτανε τέλος, πως θα έφτανε με ανακούφιση. Μα δεν μπορούσε ακόμα να νικήση τη γαλήνη, που με κυρίεψε και που τη φύλαξα ακόμα κι όταν βγήκε ο γιατρός από την κάμαρα της άρρωστης και μου είπε όλα εκείνα, που τα γνώριζα πια. Πριν όμως έρθη ο γιατρός, δυνατές κραυγές με κάμανε νανεβώ στην κρεβατοκάμαρα.

Και ξέρεις γιατί ήθελα να χωριστώ από σένα; Ναι, γιατί το γνώριζα καλά πως θα γινότανε μια μέρα και γι' αυτό ήθελα να γίνη καλήτερα όσο είσουνα νέος και δυνατός και μπορούσες να με ξεχάσης σε λίγο και να γίνης ευτυχισμένος με μιαν άλλη. Σώπασε μια στιγμή και τα μάτια της γεμίσανε δάκρυα. Έπειτα ξακολούθησε κ' η φωνή της είτανε ξανανιωμένη. — Ύστερα ήρθε ο μικρός Σβεν, Γιώργο, κι αλλάξαν όλα.

Αρρώστησε δηλαδή τόσο νωρίς, ώστε μπορώ να πω πως δεν τη γνώρισα ποτέ δίχως το σπέρμα της αρρώστειας. Πώς όμως έγινε να λησμονήσω τόσον καιρό, ως τα τελευταία, πως η υγεία της είταν κλονισμένη και πως το σπέρμα της αρρώστειας έπρεπε ναναπτυχτή, αν δε χανότανε τέλεια; Πως δε χάθηκε, το γνώριζα καλά. Κι ωστόσο δεν έμαθα ποτέ να βλέπω τη ζωή με άλλο φως, παρά με το συνηθισμένο.

Μα να! ο πατέρας πείσμωσε και γνώση πια δεν ξέρει, 360 ο έρμος! πάντα ανάποδος και ποθοχαλαστής μου. :Και τα ξεχνάει πόσες φορές του γλύτωσα το γιο του, τότε ο Βρυστιάς που μ' αγγαριές συχνά τον τυραγνούσε; Εκείνος τότε κλαίγουνταν προς τους θεούς, κι' εμένα ναν τον βοηθήσω μ' έστελνε οχ τα ουράνια ο Δίας. 365 Μα εγώ ας τα γνώριζα όλα αφτά, και τ' ανηλιού όταν τ' Άδη το σκύλο κάτου στάλθηκε να φέρει οχ τη θολούρα, δε γλύτωνε απ' την άπατη της Στύγας καταβόθρα.

Δεν γνώριζα αν στέκονταν ορθό το σπίτι μου κι' αν η.... δεν πήρε άλλον άντρα. Όσο για τους γοναίους μου, είμουν παραβέβαιος ότι είχαν πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια, γιατί είταν γερόντοι άνθρωποι και δε μπορούσαν να ζήσουν πλειότερο. «Γι' αυτό, ψες ήρθα νύχτα και δεν έρριξα κάνα ντουφέκι σαν ξενιτεμένος.

Τον καιρό αυτό μπόρεσα να παρακολουθήσω κάθε λεπτομέρεια κ' ένας λόγος ή ένα βλέμμα είχαν τη δύναμη να με κάμουν να τρέμω ίσια με το βάθος της ψυχής μου, γιατί γνώριζα τι σημασία είχαν. Την είδα να λιώνη εμπρός μου και μπρος στα παιδιά και να μιλή με κάτι αόρατο.