United States or Peru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Παράγγειλα να μου φέρουν ένα αμάξι και την ίδια στιγμή που έκανα αυτό σκέφτηκα πως έπρεπε να φάω. «Ο Σβεν πέθανε», συλλογίστηκα. «Δε θα τονέ βρω ζωντανό, άμα φτάσω σπίτι. Άμα όμως φτάσω δεν πρέπει να είμαι νηστικός και κουρασμένος. Πρέπει να είμαι σε θέση ναγρυπνήσω και να παρηγορήσω τη γυναίκα μουΌλα αυτά περάσανε στο νου μου εκεί που καθόμουνα και περίμενα το αμάξι.

Τι ανάγκη τους έχω; Όταν πεινώ εγώ, δεν μου δίδει κανείς να φάω. Εγώ κυτάζω τη δουλειά μου. — Δηλαδή το δερβισιλίκι; Τώρα καραγκιόζη δεν έχει. — Κάνω δουλειές του ποδαριού. — Ένας παλληκαράς σαν εσένα δεν μπορεί να μείνη έξω από την εκλογικήν κίνησιν. — Με ζητούν κι' από το ένα κόμμα κι' από το άλλο, αλλά δεν αποφασίζω. Φοβούμαι μη βρω κανένα μπελλά. — Φοβάσαι να μη σκοτώσης κανένα, αι;

Μου είπε μάλιστα να φάω και να πέσω, γιατί θ' αργήση σαν πάντα... — Έβαλες κακό στο νου σου, κορίτσι μου; ρώτησε ο αστυνόμος. — Γιατί να βάλω; είπε η κοπέλλα. Ο μακαρίτης, και ζώντας η ψυχομάννα μου, έτσι το συνήθιζε πάντα. Έφευγε αποβραδύς για το ψάρεμα και γύριζε τα ξημερώματα. Ένας και δυο τάχα τον είχανε ιδεί, σταυροπόδι στο μώλο, ως τα ξημερώματα του Θεού; Του είχε κολλήσει μανία.

Τώρα …..» «Και τώρα ακόμη δεν θα σου λείψει η συντροφιά», είπε ο Έφις σοβαρά. «Τι εννοείς όμως όταν λες πως είσαι αθώος;» «Ότι βαδίζω προς την αιωνιότητα», είπε ο τυφλός χαμηλόφωνα. «Πηγαίνω προς μια πύλη που θα με υποδεχτεί ορθάνοιχτη, και δεν σκέφτομαι τίποτε άλλο. Εάν έχω λίγο ψωμί, θα το φάω, εάν δεν έχω, δεν θα πω κουβέντα. Δεν άγγιξα ποτέ τα πράγματα των άλλων, δεν γνώρισα ποτέ γυναίκα.

Μον τώρα ας κλαίμε αλάργα, κλεισμένοι μέσα εδώ. Είδ' αφτός, ότι η σκληρή του η μοίρα στο γεννημό του τούκλωσε σαν τον γεννούσα η μάβρη, 210 σκύλους να θρέψει αλάργα μας, σ' άσπλαχνου πόρτα αθρώπου... π' ας είταν αχ μες στην καρδιά τα νύχια ναν του μπήξω, ναν του τη φάω! Τότ' ίσως πια θαρχόμαστε ίσα κ' ίσα213

Έβλεπα τον εαυτό μου σαν άλλο πρόσωπο, έβλεπα πως έβαζα κρέας στο πιάτο μου, το έκοβα και προσπαθούσα να φάω. Όλη την ώρα στοχαζόμουνα ένα μόνο: το αμάξι που δεν ερχότανε, Θεέ μου! Το αμάξι δεν ερχότανε και στο σπίτι πέθαινε το παιδί μου και δεν μπορούσα να το προφτάσω.

Ε τι κι' αν είμαι ακάτεχος της μάχης; Σ' όλες τάχα 670 νάχει επιστήμη ο άθρωπος δε γίνεται τις τέχνες. Μον ένα λόγο θα σας πω που, ξέρτε το, θα γίνει. Θαν του το κάνω το κορμί λαγούμι, θαν του σπάσω τα κόκκαλα. Όλοι εδώ κοντά οι φίλοι του ας προσμένουν, ναν τον σηκώσουν έπειτα σαν του το φάω το μάτι675 Έτσι είπε, κι' όλοι κέρωσαν σαν αποσβολωμένοι.

Γύρισα με ταδειανά τα χέρια. Με περίμενε στην πόρτα. «Τι θα φάμε, γυναίκατης λέω. Γλυφότανε. Πάντα κάτι κρυφότρωγε προσμένοντάς με. Λιχούδα γυναίκα, βλέπεις. Μ' αγριοκύτταξε. «Τι έφερες να φάμεμου κάνει. Ντροπιάστηκα κ' εγώ. «Δεν πειράζει, γυναίκα. Δόξα σοι ο Θεός», της είπα. «Αυτά ξέρεις του λόγου σου, μου λέει Μα εγώ δουλεύω, δεν κάθομαι σαν κ' εσένα, θέλω να φάω.

Αλλού κανένα σας αν δω, αλάργα απ' τα καράβια, αφτού θαν του το φάω εγώ το μάτι, και στην Τροία δε θαν του κλάψουν το νεκρό αδέρφια και ξαδέρφια, 350 μον σκύλοι ομπρός στο κάστρο μας κοψίδια θαν τον κάνουνΕίπε και τα φαριά χτυπάει στους ώμους, και φωνάζει να τρέξουν όλοι οι λόχοι ομπρός. Και μ' ένα ζήτω οι Τρώες όλοι μαζί του τρέξανε μ' αλόγατα κι' αμάξα, κι' η ταραχή λες κούφαινε.

Πιάνει λοιπόν από το λαιμό τους μαγείρους που του νεροβράζανε μούμιες τόσα χρόνια, και τους φωνάζει·Για όνομα του Θεού, φτάνουν οι μούμιες! Ψήστε μου κ' έν αρνί στη σούβλα να φάω! Δόστε μου τη θροφή που ζητάει ο πεινασμένος μου νους! Χύστε αίμα καθάριο στις στεγνωμένες μου φλέβες!