United States or Taiwan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μου είπε μάλιστα να φάω και να πέσω, γιατί θ' αργήση σαν πάντα... — Έβαλες κακό στο νου σου, κορίτσι μου; ρώτησε ο αστυνόμος. — Γιατί να βάλω; είπε η κοπέλλα. Ο μακαρίτης, και ζώντας η ψυχομάννα μου, έτσι το συνήθιζε πάντα. Έφευγε αποβραδύς για το ψάρεμα και γύριζε τα ξημερώματα. Ένας και δυο τάχα τον είχανε ιδεί, σταυροπόδι στο μώλο, ως τα ξημερώματα του Θεού; Του είχε κολλήσει μανία.

ΡΩΜΑΙΟΣ Ναι, πήγαινε αμέσως· και ότι θέλω μάλωμα ειπέ της, παραμάνα. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Το δακτυλίδι της αυτό μου είπε να σου δώσω. Γρήγορα έλα, μην αργής, κ' επέρασεν η ώρα. ΡΩΜΑΙΟΣ Ω! πώς αναγεννήθηκε το θάρρος κ' η ελπίς μου! ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Καλή σου νύκτα· μην αργής· κ' έχε καλά τον νουν σου ν' αναχωρήσης απ' εδώ ενόσω είναι νύκτα, ή προς τα ξημερώματα, χωρίς να σε γνωρίσουν.

Όλοι με τα μάτια βουρκωμένα τον άκουγαν. Κάποιος γύρισε και κύτταξε τον Μαθιό στριμωγμένο σε μια γωνιά. — Σαν την έβαλε ο Πειρασμός και πήγε και πνίγηκε, τι φταίω εγώ; είπε ο Μαθιός. Και ο Λαλεμήτρος, που τον έβγαλε ο Θεός στη μέση, ξημερώματα του Θεού, στραβομάρα είχε να τρέξη να την αρπάξη, να την πάη σπίτι της; Μόνο λέει τώρα πως δεν πήγε ο νους του πως ήταν η Ουρανίτσα.

ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Και τι είνε λοιπόν, σε παρακαλώ, όλος αυτός ο κόσμος; Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Όλος αυτός ο κόσμος είναι ένας κόσμος που έχει δίκηο και που είνε πειο γνωστικός από σένα. Εγώ τάχω χαμένα με τη ζωή που κάνεις. Δεν ξαίρω πεια τι έχει καταντήσει το σπίτι μας. Μου φαίνεται εδώ μέσα σαν ένα καθημερινό καρναβάλι. Από τα ξημερώματα αρχίζουν τα βιολιά και τα τραγούδια που ξεκουφαίνουν όλη τη γειτονιά!

Ο Πέτρος Βάγιας πέθανε τα ξημερώματα, μέσα στο μικρό του μαγαζάκι, πριν προφθάση να ξαναϊδή τον Ήλιο και την Αγάπη του. Μα ούτε ο Ήλιος, ούτε η Αγάπη του πολυσκοτίστηκαν για το θάνατό του. Ο Ήλιος πρόβαλε πρόσχαρος στο βουνό κ' η αγάπη του στο παραθύρι Μονάχα ένας γαλατάς, μ' ένα τουλούμι φορτωμένο σ' ένα γάιδαρο, έρριξε μια ματιά μέσα και τράβηξε βιαστικά το δρόμο του.

Ο βασιλεύς Βαχμάν έμεινε προς τα ξημερώματα κατά πολλά εκστατικός, οπόταν ήκουσε πως ο εχθρός έφυγε κακώς έχοντας· και ευθύς εβγαίνοντας από την Γάζναν με το στράτευμά του, έκαμε μεγάλον φθαρμόν εις τους φεύγοντας εχθρούς· έπειτα εγύρισεν εκεί που ήτον το στράτευμά του και όλοι εγύρισαν με διάφορα κούρση καταφωρτωμένοι εις την Γάζναν.

Από χρυσάφι καθαρόν θα στήσω τ’ άγαλμα της, ώστε ενόσω εις την γην Βερώνα θα υπάρχη, της Ιουλιέτας της πιστής να σώζεται η μνήμη, και τ’ όνομά της ακριβόν κι' αγαπητόν να μένη! ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Χρυσόν κοντά της τ’ άγαλμα θα στήσω του Ρωμαίου. Άδικα θύματα κ' οι δυο της παλαιάς μας έχθρας! ΠΡΙΓΚΗΨ Αυτά τα 'ξημερώματα ειρήνην μαύρην φέρνουν. Ο ήλιος απ' την λύπην του το πρόσωπόν του κρύπτει. Πηγαίνωμεν.

Περνώ από τη Λέσβο τη νύχτα, το φεγγάρι φέγγει στα νερά και τη Σαπφώ μου φαίνεται πως την ακούω. Στην Πόλη που πηγαίνω, είναι μια κόρη νόστιμη και λιγερή, που είναι από τα νησιά της Ιωνίας και τη λένε Σαπφώ. Όταν περνούσα τον Ελλήσποντο, τα ξημερώματα, ο νους μου στενοχωρημένος, σα φυλακισμένος, χτυπούσε παντού. Έλληνες ελεεινοί, σας σιχαίνουμαι! Μπαίνω στην Πόλη με ρωσικό πλοίο.

Μπορούμε να διαλέξουμε την ημέρα και την ώρα μας. Μπορούμε να πούμε στον εαυτό μας: «Αύριο τα ξημερώματα θα περάσουμε με τον σοβαρό Βιργίλιο την κοιλάδα της σκιάς και του θανάτου» και να! το χάραμμα μας βρίσκει στο σκοτεινό δάσος κι ο ποιητής της Μάντουας δίπλα μας. Περνούμε από την πόρτα του θρύλου του ολέθριου στην ελπίδα και με λύπη ή χαρά βλέπομε τη φρίκη του άλλου κόσμου.

Ο ύπνος εκυρίευσεν ευθύς τας αισθήσεις μου, και αποκοιμήθηκα χωρίς να φάγω τίποτε· προς δε τα ξημερώματα της ερχομένης ημέρας κάποιες φωνές παραπονετικές και κλαύματα με έκαμαν να εξυπνήσω· εστάθηκα καμπόσον ήσυχος διά να καταλάβω τι ήτον, και μου εφάνη ότι αυτά τα παραπονέματα να ήταν ωσάν τινός γυναικός καταδικασμένης εις θάνατον, καθώς και αληθώς ήταν· και ακούσατε την ιστορίαν της.