United States or Zimbabwe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δε μούπε κιαφέντης μου είντα τα θέλω τα χέρια και τάχω; Έπειτα κατέβη εις την ράχιν: — Καλλίτερα να τόνε δείρω σα γάιδαρο. Συγχρόνως δεν έπαυε να περιστρέφεται εις το πνεύμα του το σκοτεινόν πρόβλημα· τι να ήτο το δέσιμο με το οποίον τον εφοβέριζεν ο Τερερές; Ο δρόμος τον έφερε προ της οικίας του Θωμά.

Ο Ρένας δε μπόρεσε να κρατήσει το γέλιο του, και παραμερίζοντας τον κληρωτό έπιασε τη φανέλλα και το σαπούνι. — Το μαλλί είναι ίδιο, άρχισε να εξηγεί στον κληρωτό, με το γάιδαρο που καταλαβαίνει τον αγωγιάτη του για ατζαμή και πρωτόπειρο, και σταματά σε κάθε βήμα, σκύβει το κεφάλι του δεξιά κι' αριστερά στο δρόμο, αρπάζει το χορτάρι και το μασσά με την ησυχία του.

Ο Πέτρος Βάγιας πέθανε τα ξημερώματα, μέσα στο μικρό του μαγαζάκι, πριν προφθάση να ξαναϊδή τον Ήλιο και την Αγάπη του. Μα ούτε ο Ήλιος, ούτε η Αγάπη του πολυσκοτίστηκαν για το θάνατό του. Ο Ήλιος πρόβαλε πρόσχαρος στο βουνό κ' η αγάπη του στο παραθύρι Μονάχα ένας γαλατάς, μ' ένα τουλούμι φορτωμένο σ' ένα γάιδαρο, έρριξε μια ματιά μέσα και τράβηξε βιαστικά το δρόμο του.

Κ ρ ι ά ρ ι, Α ρ ν ά δ α, Γ ο υ ρ ο ύ ν ι και Γ ά ι δ α ρ ο ς. Τρία ζώα ανταμομένα Σ' έναν Γάιδαρο βαλμένα Κάπιος είχε ξεκινήση Σε μια χώμα να πουλήση. Στη ζερβιά από το σαμάρι 1075 Ένα ήμερο Κριάρι, Και μια Αρνάδα από τη δέξια Φορτομένα είχ' επιδέξια. Αποπάνω και στη μέση Δίπλα πάλι είχε αποθέσει 1080 Γουρουνόπουλο θρεμμένο, Μ' αλαφρό σκοινί δεμένο.

Μον η Αλπού, που όλο Υπόφτευε το δόλο, 930 Σαν πονηρή ερευνόντας, Καλά παρατηρόντας Από το ένα αυτί του Την ψεύτικη στολή του, Κι' από το γκάρισμά του 935 Την τέλια γαϊδουριά του· Σωστά βεβαιομένη, Την είδησι προφταίνει Ευτύς του νοικοκύρι, Οπού είχε παραδείρει, 940 Πολλά περιπατόντας, Το γάιδαρο ζητόντας Κι' οπού σαν το μαθαίνει, Τον πιάνει, και τον γδαίνει, Του βάνει το σαμάρι, 945 Και πάλε σα γομάρι Στο σπίτι του τον φέρει, Και, ως έπρεπε, τον δαίρει·

Εγώ βάζω το γάιδαρό μου! ανέκραξεν ο Γιάννης της Χρυσάφους. — Κ' εγώ το βώδι μου! εφώναξεν ο Κωνσταντής ο Καλόβολος. — Ο γάιδαρός σου ας έχη ζωή, κουμπάρε Γιάννη, και το βώδι σου σού χρειάζεται διά να ζήσης, Κωνσταντή Καλόβολε.

Ξαπλόνεται, γκυλίεται, Κι' αφέντης πλιο λογέται· Μόν η Αλπού, που όλο Υπόφτευε το δόλο, Σαν πόνηρη ερευνόντας, Καλά παρατηρόντας Από το ένα αυτί του Την ψεύτικη στολή του, Κι' από το γκάρισμά του Την τέλια γαϊδουριά του· Σωστά βεβαιομένη, Την είδησι προφταίνει Ευτύς του νοικοκύρι, Οπού είχε παραδείρει, Πολλά περιπατόντας, Το γάιδαρο ζητόντας Κι' οπού σαν το μαθαίνει; Τον πιάνει και τον γδαίνει, Του βάνει το σαμάρι, Και πάλε σα γομάρι Στο σπίτι του τον φέρει, Και, ως έπρεπε, τον δαίρει·

Ο Παπα- Δαυλής πάει να λειτουργήση απάνω στον Προφήτη-Ηλία με τους πιστούς, και αρχίζει τη λειτουργία μισοδρομής, απάνω στο γάιδαρο. Τα ξέρεις δα! «Ευλογητός ο Θεός...» και τσινάει το γαϊδούρι, «Ντε... ρημάδι». Κι' όταν φθάση στην εκκλησιά βγάζει τ' Άγια και γελάει ο κόσμος μαζή του. Τα ξέρεις και του αλλουνού του προκομμένου της Αγίας Τριάδος, που τον έκαμα αργό...