United States or Malta ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα απ' τους θεούς ως τώρα κάπιος κρατά από πάνου μου κι' εμένα το δεξύ του, που να διαβάτη τυχερό μού στέλνει ομπρός στη στράτα 375 τέτιονε εδώ όπως είσαι εσύ, καμαρωτός πανώριος, παιδί γονιώνε ζηλεφτών, με γνώση προικισμένοςΤότε ο νεκραγωγιάτης γιος τ' απάντησε του Δία «Ναι, γέρο μου, όλα γνωστικά τα μίλησες και δίκια.

Είπε, κι' αφτοί όλοι απόμειναν χωρίς να βγάζουν λέξη. Μα εκεί είταν κάπιος Δόλονας, γιος βροντολάλου κράχτη, του Καλογνώμη, σε χαλκό και σε χρουσάφι πλούσιος· 315 ναι μεν κορμί είχε ασήμαντο, μα πιλαλά τα πόδια, και σπίτι του είταν μονογιός μες σ' αδερφάδες πέντε.

Κι' εκιόνε ο κράχτης, τον Ερμή, σα ζύγωνε από πέρα, τον είδε και του βασιλιά τού φώναξε και τούπε «Πρίαμε, σκέψου! Να δουλιά που θέλει νου και σκέψη. Να! κάπιος κοίτα εδώ θαρρώ κομάτια θα μας κάνει. 355 Μον έλα... κάνε... με τα ζα να φέβγουμε· ειδέ τότες γονατιστοί ας ζητήσουμε σπλαχνιά, αν μας συμπονέσει

Τότες εκεί του Πάνθου ο γιος κατακαμαρωμένος παινέφτηκε με μια φωνή π' ακούστη απ' άκρη ως άκρη «Πιος είπε λέει πως άδικα μέσα απ' τη στέρια χούφτα του Πολυδάμα πήδηξε το χαλκωμένο φράξο; 455 Στη σάρκα κάπιος τ' άρπαξε, κι' απάνω του ακουμπώντας τώρα εγώ λέω θα κατεβεί ως στ' Άδη τα λημέρια

Μα αν ναν τα μάθεις θες κι' αφτά, και θες να καλοξέρεις 150 πιά 'ναι η γενιά μουκαι πολλοί στον κόσμο την κατέχουνβρίσκεται στ' Άργους την καρδιά μια πολιτεία, η Κόρθο, κι' εκεί είταν κάπιος Σίσυφος, ο πιο μαργιόλος άντρας που ο κόσμος είδε — ο Σίσυφος, βλαστάρι του Αιόλουκι' αφτός το Γλάφκο γέννησε, κι' ο Γλάφκος τον ασίκη 155 Βελλεροφόντη, που οι θεοί τον στόλισαν με χάρες, με χάρες και με λεβεντιά και παλικαροσύνη.

Σε κράζει ο Αγαμέμνος, για να κοιτάξεις την πληγή του βασιλιά Μενέλα 205 που κάπιος τον σαΐτεψε, τεχνίτης στο δοξάρι, Τρώας ή σύμμαχος, τιμή για αφτόν, για μας λαχτάραΈτσι είπε, και του τάραξε τα σπλάχνα μες στα στήθια. Κι' αμέσως κίνησαν οι διο να παν μέσα απ' το πλήθος, του μάκρους τον απλόχωρο ακολουθώντας κάμπο.

Σάτυρος είμαι· σ' όλα γελάω. Τον ίδιο Μώμο δεν τον ψηφάω. Μακρόθεν στάκα· μη με πειράξης. Τι σε δαγκάνω, και θα φωνάξης. Ένας κάπιος μια φορά, Μου είπε· φίλε Σάτυρε· Τη γλώσσα σου καμπόσο Να κόντευες, ως τόσο. Και με μούτρα σοβαρά Τέντωσε το δάχτυλο, Ως μέτρο να διορίση Στη φρόνιμη του κρίσι.

Κ ρ ι ά ρ ι, Α ρ ν ά δ α, Γ ο υ ρ ο ύ ν ι και Γ ά ι δ α ρ ο ς. Τρία ζώα ανταμομένα Σ' έναν Γάιδαρο βαλμένα Κάπιος είχε ξεκινήση Σε μια χώμα να πουλήση. Στη ζερβιά από το σαμάρι 1075 Ένα ήμερο Κριάρι, Και μια Αρνάδα από τη δέξια Φορτομένα είχ' επιδέξια. Αποπάνω και στη μέση Δίπλα πάλι είχε αποθέσει 1080 Γουρουνόπουλο θρεμμένο, Μ' αλαφρό σκοινί δεμένο.

Και στήσ' τους στον αρνό κοντά τους λόχους, που πατιέται εκεί πιο ο τοίχος έφκολα κι' ανεβατή είναι η χώρα. Γιατί από κει ήρθαν τρεις φορές και πάσκισαν να μπούνε 435 τ' Ατρέα ο γιος κι' οι Αίιδες με διαλεχτούς νομάτους, κι' ο φημισμένος Δομενιάς κι' ο φοβερός Διομήδης. Καν κάπιος τους αρμήνεψε καλός στις προφητείες, «καν τους το λέει κι' η τόλμη τους και τους θαρρύνει ο νους τους