United States or Martinique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε ο γοργός τ' απάντησε γιος του Πηλιά και τούπε «Αία, θεόσπαρτε αρχηγέ, του Τελαμώνα θρέμμα, ως μέσα η κάθε λέξη σου στα σωθικά μου μπήκε· 645 μα πάει η ψυχή μου απ' το θυμό να σπάσει, όταν στο νου μου μούρθουν εκείνα, ως αφτός με ποδοκύλησε, έτσι σαν κάνα ασήμαντο ραγιά σ' όλους μπροστά τ' ασκέρι. Μα σύρτε τώρα πέστε του πως όχι! δε σαλέβω.

Κακό σκυλί που να μην έχη κλήρα! είνε ίδιος στο κάμωμα όπως και στο ξεκάμωμα..... Μπροστά έκανε μύτη το χτήμα. Όταν το παραχώρησε στο Θεομίσητο, δε μπόρεσε να καταλάβη γιατί με τόση επιμονή ζητούσανε τη μύτη εκείνη οι προστάτες του. Μα το νόμισε ασήμαντο πράμα και την έδωκε. Αμέσως ο Πέτρος φύτεψε σε κείνη τη μύτη όλο κυπαρίσσια. Κυπαρίσσια ψηλά και πυκνά σαν κάστρο.

Και αν και αυτό το ασήμαντο ψέμα ήταν κάποτε πολύ της μόδας στους παλαιούς και μπορούσε νάναι ωφέλιμο και στους νεώτερους, η ψυχή του ωστόσο ήτανε πολύ καθαρή, ώστε να μη προδώση την αλήθεια. — Η Δεσποινίς Κυνεγόνδη, είπε πρόκειται να μου κάνη την τιμή να με παντρευτή και παρακαλούμε την εξοχότητά σας να ευαρεστηθή να μάς στεφανώση.

Μα δεν το κατώρθωσε κι άρχισα να αιστάνουμαι μια στενοχώρια όταν στοχαζόμουνα τη θάλασσα, που την ποθούσα τόσο. Όλο αυτό το πράμα δεν είτανε για με ούτε τόσο ασήμαντο ούτε τόσο μωρό, όσο φαίνεται ίσως. Κανένας δεν μπορεί να αιστανθή πραγματική χαρά όταν σμίγουνε μ' αυτή παραφωνίες κ' η χειρότερη παραφωνία, που μπορούσα να φανταστώ, είτανε πως η γυναίκα μου δε μοιραζότανε τη χαρά μου.

— Ο Σκεντέρμπεης τότες μπροστά 'ςτα μάτια του αποστολάτορα του Μουχαμέτη κάλεσε να του φέρουν έν' άλογο, χούφτιασε το σπαθί κι αφού τ' ανέμισε και το 'παιξε λίγο, το κατέβασε σαν αστραπή 'ςτο λαιμό του ζώου και το χώρισε με μιας. Και του είπε του αποστολάτορα: «Σύρε τώρα και ειπέ του Σουλτάνου σου, πως αν είχε μπροστά του το απλό κι ασήμαντο τούτο σπαθί, δεν είχεν όμως εκεί και το χέρι μου».

— Ο Σκεντέρμπεης τότες μπροστά 'ςτά μάτια του αποστολάτορα του Μουχαμέτη κάλεσε να του φέρουν έν' άλογο, χούφτιασε το σπαθί κι αφού τ' ανέμισε και το 'παιξε λίγο, το κατέβασε σαν αστραπή 'στό λαιμό του ζώου και το χώρισε με μιας. Και του είπε του αποστολάτορα: «Σύρε τώρα και ειπέ του Σουλτάνου σου, πως αν είχε μπροστά του το απλό κι' ασήμαντο τούτο σπαθί, δεν είχεν όμως εκεί και το χέρι μου».

Είπε, κι' αφτοί όλοι απόμειναν χωρίς να βγάζουν λέξη. Μα εκεί είταν κάπιος Δόλονας, γιος βροντολάλου κράχτη, του Καλογνώμη, σε χαλκό και σε χρουσάφι πλούσιος· 315 ναι μεν κορμί είχε ασήμαντο, μα πιλαλά τα πόδια, και σπίτι του είταν μονογιός μες σ' αδερφάδες πέντε.

Πρι να βγη από τον τόπο του είχε ακουστά για το τρυφερό λατσούδι που φύτρωσε λάουλάου δίπλα στο γέρο έλατο. Μα τ' άκουσε και το πίστεψε ασήμαντο. Τόλεγε κ' εκείνος μούσκλι που φύτρωσε απάνω στο θεϊκό κορμό των Ευμορφόπουλων από τα βρωμόνερα και τον κουρνιαχτό της ανεμοζάλης. Μα τώρα που το είδε με τα μάτια του άλλαξε γνώμη.