United States or Réunion ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάποια ελπίδα μέσα του ανάτειλε· στον νου του κάποιο λιμάνι ήσυχο και φιλόξενο εζωγραφίθηκεν αυτόματα. Στην άγρια πέτρα επάνω η ψυχή μόνη της εμάντεψεν αγκαλιά μητρική και καλόγνωμη. Το τρεχαντήρι εδιάβηκεν από την Καβοκαμήλα, ελόξεψε στον άνεμο κ' έπειτα έσυρε γραμμή καταπάνω στη στεριά. — Τι κάνεις αυτού μωρέ! αγριοφώναξεν ο καπετάνιος. — Στο λιμάνι πατέρα μου· εκεί είνε πόρτο.

Και όταν κατά τα χαράματα, βολτατζάροντας να εύρουμε τον καιρό επεράσαμε πάλι αποκεί, είδα το μπάρκο να κατεβαίνη στα νερά ήσυχο, σαν καλόγνωμη ψυχή που έκαμε στον κόσμο την αποστολή της· και άκουσα για ύστερη φορά τη φωνή του σκύλου, να γαργαρίζη και να σβύνη μέσα στο ρέκασμα του κυμάτου και του άνεμου τον βόγγο, σαν να μας έλεγε κ' εκείνος με παράπονο: — Στην άλλη ζωή!... στην άλλη ζωή!...

Η καλόγνωμη σπατάλη της Λενιώς δεν του άρεσε. Την ήθελε τη γυναίκα του· μα την ήθελε για τον εαυτό του. Ούτε από τον αέρα της δεν εχάριζε κουρέλι στους άλλους. Στην αρχή έκαμε παράπονα· έπειτα την επεριόρισε. — Από την άκρη του κάσαρου δεν έχεις να κάμης βήμα· της είπεν ορθάκοφτά. Και για να χαράξη διακριτικό σύνορο, άπλωσε στο ξύλο που κρατά τους κουβάδες ένα σταχτόμαυρο καραβόπανο.

Είπε, κι' αφτοί όλοι απόμειναν χωρίς να βγάζουν λέξη. Μα εκεί είταν κάπιος Δόλονας, γιος βροντολάλου κράχτη, του Καλογνώμη, σε χαλκό και σε χρουσάφι πλούσιος· 315 ναι μεν κορμί είχε ασήμαντο, μα πιλαλά τα πόδια, και σπίτι του είταν μονογιός μες σ' αδερφάδες πέντε.

— Ο Θεός, απ' ανασταίνει νεκρούς, σα θέλη, θα τη γιάνη. Και θα τη γιάνη, γιατ' είνε άκακη και καλόγνωμη. Η μητέρα μου με κύταξε άναυδη. Έπειτα μου είπε κιο θυμός έτρεμε στη φωνή της: Θωρώ τα όσα σούπα τάβαλες απού το 'ν' αυτί και τάβγαλες απού τάλλο. Αυτή 'νε, μωρέ μπουνταλά, η γιάκακη, απού 'χει όλους τσοι δαιμόνους μέσα τση; Άκουσ' είντα σου λέω κ' εγώ.

Σε καλό σόι τον έρριξε ο κύρης του. Για την Πηγή ελέγανε πως ήτονε καλόγνωμη, μα — ο Θεός να με συχωρέσηδεν μπορούσε παρά να μοιάζη λιγάκι με τον πατέρα και τον αδελφόν της. Από τούτο το κηπούλι είν' και τούτο το μαρούλι. Δεν έκαμε φρόνιμα ο Σαϊτονικολής να πάη να ρίξη το παιδί του σε μια τέτοια χοιρογενιά.

Τότε απαντάει ο Δόλονας, ο γιος του Καλογνώμη «Μετά χαράς σου, θα σ' την πω εγώ όλη την αλήθια. Κοντά στον τάφο ο Εχτορας του θεογέννητου Ίλου χώρια έχει τώρα συντυχιά με τους αρχόντους όλους 415 μακριά απ' τους κρότους· κι' οι φρουρές που με ρωτάς, αφέντη, καμιά ταγμένη επίτηδες δε μας φρουράει τ' ασκέρι.

Κ' η μάγισσα η καλόγνωμη γυρίζει και του λέει: — Είνε τα Μήλα τα Χρυσά σε μακρυνό περβόλι, Σε περιβόλι απάτητο, που το φυλάει ο Δράκος. Χιλιάδες βασιλόπουλα, χιλιάδες παλληκάρια Πήγαν να το πατήσουνε κ' εχάσαν την ζωή τους. Αν έχης λιονταριού καρδιά και σιδερένια στήθεια, Σύρε μέσ' στης Πεντάμορφης το μαρμαρένιο κάστρο, Πέραεκείνα τα βουνά που 'γγίζουνε τ' αστέρια.

Και απ' ώρα σε ώρα επερίμενα, να ιδώ την καλόγνωμη σαύρα να φέρνη το νερό στο στόμα της για να σβύση την φωτιά, ο ουρανός να ψηλώση γαλανός, ο ήλιος παντοδύναμος να διώξη τους καπνούς, να φανή η γη πλουτοδότρα και χιλιόκαλλη, να λάμψη η θάλασσα ήμερη και γελαστή και τα πετούμενα επάνω στ' ανθισμένα κλαδιά να ψάλουν μυριόστομον ύμνο στον Δημιουργό, για την ταχτοποίησι των στοιχείων.