United States or Barbados ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το θέλημά μου είν' αυτό, και αν ψηφάς τι θέλω, πρόσχαρος τώρα να φανής. Μη μου τα καταιβάζης, και δεν ταιριάζουντον χορόν καταιβασμένα μούτρα. ΤΥΒΑΛΤΗΣ Ταιριάζουν, όταν χώνεται κ' ένας αχρείος μέσα! Δεν υποφέρεται αυτό! ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Πλην θα το υποφέρης! Τι είναι τούτο, Κύριε; Σου λέγω δα! Πού είσαι; Ο νοικοκύρης είμ' εγώ, ή συ; — Δεν υποφέρεις! Ποιος σ' ερωτά; Ακούς εκεί!

Τι πρόσμενε και η ίδια δεν ήξερε. Το βαπόρι ήρθε στην ώρα του. Ο κόσμος ήταν μαζεμμένος κάτω στο μώλο απόξω από τους καφενέδες. Δυο-τρεις επιβάτες βγήκαν από τις βάρκες. Μαζί μ' αυτούς κι' ο Μιχαληός ο Καλόγνωμος, χρόνια φευγάτος στην Αυτραλία. Τον τριγύριζαν με περιέργεια και αγάπη. Κι' αυτός τους έλεγε, τους έσφιγγε τα χέρια, γελαστός και πρόσχαρος. Όλοι ρωτούσαν και ξαναρωτούσαν.

Ως πενήντα πέντε χρονών άνθρωπος ο κυρ Μαυρουδής. Ανοιχτόκαρδος, πρόσχαρος. Τίποτις δεν τονε χολόσκανε, όλα στο χωρατό συνήθιζε και τα γύριζε. Αγκαλά και τι έννοιες τις είχε! Άλλο τίποτις αμπελοχώραφα και περιβόλια στον κάμπο, όμορφο σπίτι, ένα κοριτσάκι ακόμα πιο όμορφο ό,τι πατούσε τα δεκατρία, και τη γυναίκα του.

Ε, συ, γιατί τα μούτρα σου κατεβασμένα, τάχεις; Δεν πρέπει ο δούλος σκυθρωπός να δέχεται τον ξένο, αλλά να είναι πρόσχαρος. Εσύ βλέπεις τον φίλο του αφέντη σου εδώ μπροστά και με κοιτάζεις έτσι με πρόσωπο περίλυπο και ζαρωμένα φρύδια, σαν να σου τρώγεται η ψυχή για κάποια ξένην έννοια. Έλα εδώ κοντύτερα σοφώτερος να γίνης, Ξέρεις τι είδους πράγματα είνε των θνητών; Βεβαίως δεν ξέρεις.

Ο γέρο Βασίλης είχε παρμένο αποκοπή το χτήμα μας στην αγαπημένη αυτή την εξοχή που περνώ τώρα τα γερατειά μου, και που τη λένε Μεσοβούνι. Ερχότανε συχνά το βράδυ, και δειπνούσε μαζί μας. Πρόσχαρος γέρος, λίγα λόγια με ξένους, πολλά με δικούς. Μπορούσε να πηδήξη σε πηγάδι για να γλυτώση σκυλί, μα είταν καλός και να ξαντερώση κλέφτη, αν τον έπιανε σταμπέλι.

Ο Πέτρος Βάγιας πέθανε τα ξημερώματα, μέσα στο μικρό του μαγαζάκι, πριν προφθάση να ξαναϊδή τον Ήλιο και την Αγάπη του. Μα ούτε ο Ήλιος, ούτε η Αγάπη του πολυσκοτίστηκαν για το θάνατό του. Ο Ήλιος πρόβαλε πρόσχαρος στο βουνό κ' η αγάπη του στο παραθύρι Μονάχα ένας γαλατάς, μ' ένα τουλούμι φορτωμένο σ' ένα γάιδαρο, έρριξε μια ματιά μέσα και τράβηξε βιαστικά το δρόμο του.

Σα να είνε δα κι οι γαμπροί κεράσια, να βλέπης και να διαλέγης. Δέσπω. Μα απ' όσα μαθές παλληκάρια είδες, ποιόνα διαλέγεις; Έτσι, για χάζι. Αρετ. Αν είνε για χάζι, να σου το πω. Έχει της στεφάνωσης τόνομα — Ο Στεφανής! Αρετ. Είν' όμορφος, είνε πρόσχαρος, μα ο καημένος από σόγι δεν είνε. Δέσπω. Της μάννας ο νους κι από του αϊτού το μάτι κόβει πιο μακριά.