United States or Yemen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έβγαλε ο κυρ Μαυρουδής το πιο παλιό του κρασί, παράθεκε η κερά Μαυρουδού τα πιο ορεχτικά φαγητά της. Η μικρή στο πλάγι της μάννας της, ο Παυλής κι ο νωνός αντικρύ. Της Σμαράγδως τα δάκρια στεγνωμένα πια τώρα. Αγκαλά συμμαζεμένη πάντα με της μάννας της την όψη τη σοβαρή.

Έτσι του ερχόντανε να γκρεμηστή από τα σιδερένια τα κάγκελα. Ζυγώνει ο γέρος ο Μαυρουδής και τον παίρνει από το χέρι. — Να πάρης τώρα την μικρή μαζί σου και να πάτε σπίτι εσείς, του λέει. Εμείς οι μεγάλοι θα πάμε στο Κοιμητήριο. Πήρε ο Παυλής τη Σμαράγδα και κατέβηκαν. Πήγανε σπίτι, καθίσανε στο πεζούλι, και πρόσμεναν το χαροκαμένο το γέρο. Έκλαιγε η μικρή, και την παρηγορούσε ο Παυλής.

Ως πενήντα πέντε χρονών άνθρωπος ο κυρ Μαυρουδής. Ανοιχτόκαρδος, πρόσχαρος. Τίποτις δεν τονε χολόσκανε, όλα στο χωρατό συνήθιζε και τα γύριζε. Αγκαλά και τι έννοιες τις είχε! Άλλο τίποτις αμπελοχώραφα και περιβόλια στον κάμπο, όμορφο σπίτι, ένα κοριτσάκι ακόμα πιο όμορφο ό,τι πατούσε τα δεκατρία, και τη γυναίκα του.

Μικρό ξετίναμα και τίποτις άλλο. Έμειναν τα μάτια στηλωμένα, θαμπά. Σηκώθησαν όλοι, έτρεξε ο νωνός στου γιατρού, ήρθε ο γιατρός, την είπε συγκοπή της καρδιάς. Οι γειτόνισσες την είπανε χολόσκαση . Την έκλαψε ο χρυσός ο Μαυρουδής κάμποσο τη γυναίκα του. Την έκλαψε κ' η Σμαράγδα.

Κατάμπροστα στη μεγάλη τη θύρα κάτω από πηχτόφυλες κληματαριές αντίκρυ στις πιο φουντωμένες πορτοκαλιές, με το σεντριβάνι στη μέση που μέρα νύχτα ξετίναζε ταργυρά του νερά, εκεί κάθουνταν ο κυρ Μαυρουδής, και με το κομπολόγι στο χέρι έδινε προσταγές του Περιβολάρη. Εκεί τον ανταμώσανε, Παυλής και νωνός. Προσηκώθηκε ο άρχοντας, τους καλωσόρισε, και τους κάθισε πλάγι του.

Τους κοίταζε ο κυρ Μαυρουδής από την πεζούλα κ' έλεγε του νωνού. — Να ζευγάρι για προξενειά! Ένα λόγο από τη μάννα του, και με πιάνεις. — Μα δε βλέπεις, κυρ Μαυρουδή, τι μωρό που είνε ακόμ' αυτός; Κ' είτανε σταλήθεια μωρό ακόμα ο Παυλής, κι ας είτανε και δεκάξη.

Δεν τάχασε όμως κι ολότελα, παρά παίρνει ποτήρι και λέει να πιούνε πρώτα στην υγειά της Σμαράγδας! Δος του τότες κάχλανα ο κυρ Μαυρουδής! Με πρόσωπο ολόπυρο από τα γκαρδιακά του τα γέλοια αρπάζει ποτήρι ο γέρος, και φωνάζει πως άμποτες νά τονε δη τον Παυλή και γαμπρό της Σμαράγδας του! Μύριες θωριές η Αμερισούδα!