United States or United Kingdom ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επανελάμβανεν η γρηά-Κυρατσού. Και εξηκολούθει τους θαυμασμούς της διακόπτουσα τας συκοφαντίας. — Χρυσός άνθρωπος! Μάλαμα άνθρωπος! Σαν την χρυσή καδένα του! Αληθώς ο Λαλεμήτρος ήτο χρυσούς και άδολος χαρακτήρ. Κατ' αρχάς εν Νέα Υόρκη επώλει, παρά την γέφυραν, άνθη εις τους διαβαίνοντας, επιτυχών την θέσιν ταύτην τη άδεια της αστυνομίας.

Και αληθώς εβασανίσθη επί πενταετίαν παλαίων με την τρυφηλήν φιλοσαρκίαν του, και την υπερβάλλουσαν τραχύτητα του κλίματος. Η θέα τότε του χρυσίου, το οποίον απεθησαύρισε, κατά το διάστημα τούτο, ήρχισε να καταπραΰνη το εξηγριωμένον πνεύμα του, την δε μανίαν την πρώτην και λύσσαν, διεδέχθη ήδη γαλήνη του λογικού, ως να έρριψεν ο χρυσός έλαιον εις την τρικυμίαν του νου του.

Ο ξακουστός πατέρας του, ο Πτολεμαίος του Λάγου, δείχνονταν πάντοτ' άξιος έργα τρανά να κάνη, που μήτε να τα στοχασθούν οι άλλοι δεν μπορούσαν. Εκείνος αξιώθηκεν αθάνατος να γίνη και στα παλάτια του Διός θρόνος χρυσός του εστήθη.

Μικρό ξετίναμα και τίποτις άλλο. Έμειναν τα μάτια στηλωμένα, θαμπά. Σηκώθησαν όλοι, έτρεξε ο νωνός στου γιατρού, ήρθε ο γιατρός, την είπε συγκοπή της καρδιάς. Οι γειτόνισσες την είπανε χολόσκαση . Την έκλαψε ο χρυσός ο Μαυρουδής κάμποσο τη γυναίκα του. Την έκλαψε κ' η Σμαράγδα.

Τι λέγει ο Πίνδαρος εκεί που επαινεί το χρυσάφι; Αν ξέρης τους στίχους, όπου λέγει για το νερό ότι είνε άριστον και έπειτα θαυμάζει τον χρυσόν, σε παρακαλώ να μου τους θυμίσης. Θυμάσαι, είνε στην αρχή του βιβλίου και εις το καλλίτερο του ποίημα. ΠΕΤ. Εννοείς εκείνο που λέγει, Άριστον μεν ύδωρ, ο δε χρυσός αιθόμενον πυρ άτε διαπρέπει νυκτί μεγάνορος έξοχα πλούτου;

Πρέπει όμως να γνωρίζης, ω Διαβάτα, ότι ο χρυσός είνε τοσούτος, ώστε ν' αρκή, όπως όλοι οι άνθρωποι τρέφωνται επαρκώς δι' αυτού· ήτοι τοσούτος, ώστε να μη υπάρχη διά κανένα.

Ίσταται δε ο θρόνος ούτος όπου και οι κρατήρες του Γύγου· ο δε χρυσός και ο άργυρος τον οποίον αφιέρωσεν ο Γύγης καλείται υπό των Δελφών Γυγάδας, λαβών την επωνυμίαν από τον δωρητήν. Άμα δε έλαβε την βασιλείαν ο Γύγης, έπεμψε στρατόν κατά της Μιλήτου και της Σμύρνης, και εκυρίευσε την πόλιν Κολοφώνα.

Ήξερε πώς προβάλλει ο χρυσός Ήλιος απ' την κορφή του βουνού και πώς ροδίζουνε οι πλαγιές κ' οι κάμποι και πώς ντύνονται τα ωραία τους στολίδια στο φίλημά του δένδρα και λουλούδια. Ήξερε πώς προβάλλει τολοστρόγγυλο φεγγάρι απ' τη θάλασσα και πώς ασημώνει τα ωραία νερά, που ανατριχιαζουνε στο φως του, και τα λευκά πανάκια, που αρμενίζουνε στο πέλαγο.

— Μ' ένα καλαθάκι σταφύλια, παιδί μου, διηγείτο η γραία, μ' ένα καλαθάκι διαλεχτά σταφύλια, ραζακιά, φιλέρια και μαυροκουρούναις. Δεν εγύρεψε τίποτα, παιδί μου. Χρυσός άνθρωπος ο Λαλεμήτρος. Μάλαμα άνθρωπος· σαν την χρυσή καδένα του ρολογιού του. — Λένε πως τώκαμες μάγια, με τα σταφύλια, παρετήρησε τότε μετά πικρίας η γειτόνισσα. — Χριστός και Παναγία!

Πολλαί μητέρες εζήλευσαν την γραίαν διά την τόσην τύχην της. Πολλαί παρθένοι εφθόνησαν την Θωμαήν διά το τόσον ριζικόν της. — Φτωχούλα ήταν, έλεγον. Ένα σπιτάκι μόνον είχε και ένα αμπελάκι· μα είχε μοίρα και ριζικό! — Τι καλός ο Λαλεμήτρος, τι χρυσός, τι μαλαματένιος! Σαν την χρυσή καδένα του, γειτόνισσα, χρυσός, μάλαμα, γειτόνισσα, ο Λαλεμήτρος.