United States or Singapore ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι όχι από κακογνωμιά κι από παράλογο πείσμα, παρά να ξεθυμάνη, που είχε κι αυτή κόρη για παντρειά, κι όχι γαμπρό, μα μήτε δαυλό, που λέει ο λόγος, δεν μπόρειε να της βρη. Δεν έγινε η αποθυμιά της γειτόνισσας. Χύμιξε ολόχλωμη κι αμίλητη η Ασήμω, και με μια της σκουντιά σφάληξε την πόρτα κατάμπροστά της. Ξεφώνιζε η γειτόνισσα απέξω, μα τα ξεφωνητά της λίγο λίγο αδυνάτιζαν, καθώς έφευγε και πήγαινε.

Κατάμπροστα στη μεγάλη τη θύρα κάτω από πηχτόφυλες κληματαριές αντίκρυ στις πιο φουντωμένες πορτοκαλιές, με το σεντριβάνι στη μέση που μέρα νύχτα ξετίναζε ταργυρά του νερά, εκεί κάθουνταν ο κυρ Μαυρουδής, και με το κομπολόγι στο χέρι έδινε προσταγές του Περιβολάρη. Εκεί τον ανταμώσανε, Παυλής και νωνός. Προσηκώθηκε ο άρχοντας, τους καλωσόρισε, και τους κάθισε πλάγι του.

Έκαμε λίγα βήματα στο δωμάτιο· νευρικά και γοργά βήματα σαν κάποιος από πίσω να του φώναζε: «ΤρέχαΈπειτα στάθηκε απότομα, γύρισε κατάμπροστα στο Θεομίσητο και με φοβέρα του είπε : — Τήραξε καλά· σύρε αμέσως να σηκοτραφίσης τον τόπο σου!... — Μα... ηθέλησε ν' αντιμιλήση εκείνος, κάνοντας το μισοκακόμοιρο.

Το χαμόγελο έσβυσε στα χείλη του κ' εχαλκοπρασίνισε σαν την οχιά. Α, δεν τα σηκώνει ο Μίμης αυτά! Ό,τι κάνουν οι άλλοι, καλά καμωμένα. Μα αυτόν δεν θέλει να τον πειράζει κανείς. Αψύς εσηκώθηκεν απάνω και ήρθε κατάμπροστα στον θερμαστή, βάζοντας τα χέρια στη μέση του, σαν να τον επροσκαλούσε στο πάλαιμα. — Α, στο διάβολο, είπε, σαλιάρη, που δεν ξέρεις τι λες.

Ας ρίξουμε τώρα μια ματιά στην τοπογραφία, να δούμε α δεν έκρινε σωστά η Πυθία σαν τους έλεγε τυφλούς τους Καρχηδόνιους. Τηρώντας από την ανατολική την άκρη της Θράκης, κ' έχοντας Ευρώπη πίσωθέ μας κι Ασία κατάμπροστα, βλέπουμε αμέσως τι λαμπρό μπροστήθι γίνεται τέτοιος τόπος για την Ευρώπη, τι φοβερό και δυσκολόπαρτο για την Ασία.

Ο Δημητράκης γύρισε πεισμωμένος μέσα και βρέθηκε κατάμπροστα στον Αριστόδημο. — Η Ελπίς είνε ; τον ρώτησε ξερά εκείνος. — Ποια Ελπίς, βρε αθεόφοβε; Και τούτη θέλεις να μου την αλλάξης! Η φάτσα σου την έδιωξε από τη μάντρα κ' η λέξη σου από την καρδιά μου. Όχι Ελπίς, Ελπίδα τη λένε· Ελπίδα και πάω να την βρω!

Έδεσε το βόιδι από τα κέρατα καλά. Εσαλάχησαν οι άλλοι βοϊδολάτες με τις μακριές τους βουκέντρες καταμπροστά τάλλο κοπάδι. Δεμένος με το σκοινί από τα κέρατα ο Λιάρος, έβλεπε με λαχτάρα τα συντρόφια του ναραδίζουν ελέφτερα το στενό μονοπάτι. Κλαίγοντας τη μάβρη σκλαβιά του, μου-ου-ου! μου-ου-ου! εμουκάνιζε παραπονετικά.

Δεν επετούσε τόσο μακριά να το χάνουν τα μάτια μας· αλλ' ούτε και κοντά να το φτάνη η τσάγκρα. Εφανερωνόταν δεξιά μας και η γολέττα έτρεχε βόλι απάνω του. Εκείνο επετούσε κατάμπροστα στην πλώρη, κρατώντας πάντα την ίδια απόστασι, σαν κακόγνωμο πνεύμα που έσερνε με αόρατα βρόχια το πλεούμενο. Έφτανεν έτσι κάτω στη Μήλο, είτε απάνω από τα Γερακούνια, είτε κατά την Ερημόμηλο.

Και να ήθελε να το κρύψη δεν θα μπορούσε, γιατί ο γέρος ήτον καταμπροστά του. «Αφεντικό, του λέει, κύτταξε τι ηύρα. Μη σου έπεσε;» Ο Γιάννης έκαμε πως έψαχνε στην τσέπη του, κ' είπε: «Τωόντι, εμένα μώπεσε». Και έλεγε σαν αλήθεια, γιατί &του έπεσε& πράγματι στον λαχνό... «Καλά, είπε, θα σου δώσω τα βρεθίκια». Τάρπαξε, και τώβαλε στην τσέπη.