United States or Luxembourg ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και αποτέλεσμα ο κ ρ ο τ α λ ι σ μ ό ς, δηλαδή το να μασσά κανείς λόγια για να ακούει ο ίδιος ή άλλοι τον κρότο των συλλαβών, και τίποτε άλλο. Η λεγόμενη καθαρεύουσα, ο σοφός αυτός συμβιβασμός τάχα της αττικής με τη ζωντανή γλώσσα, ο τραγέλαφος, είναι η καλλίτερη γλώσσα για να μιλά κανείς μέρες ή να γράφει τόμους, χωρίς να λέγει απολύτως τίποτα.

Δεν άφηνε μικράν κουκουβάγιαν να μεγαλώση, διά να μη λαλούν την νύκτα απαισίως εις τους βράχους. Αν έπεφτε μικρός γλάρος εις τα χέρια του, του έκοφτε τα φτερά, κ' εζητούσε να μάθη απ' αυτόν την τέχνην, πως να καταπίνη, χωρίς να μασσά τα μικρά γλυκά, όσα κατώρθωνε να κλέπτη από τον Βασίλην τον Καραμελάν. Η θαλασσία εκδρομή έμελλε να διαρκέση 48 ώρας ή το πολύ τρεις ημέρας.

Είτα, αφού έβαλεν εις τον κόλπον του την ημίσειαν προσφοράν «για τη συβία», φράσις εξ ης έλαβεν αρχήν και το παρωνύμιόν του, εξήλθεν υποσκάζων εκ του ιερού βήματος, κρατών εις την αριστεράν το «διά τον καφέν» ξάκρισμα, το οποίον ήρχισε και να μασσά, εμάζωξε και την φαιάν και πρώην ξανθήν κόμην του υπό την σκούφιαν, έλαβεν εκ του στασιδίου την ράβδον του κ' εξήλθεν εις την πλατείαν.

Εξοχή άδενδρος πλησίον του Φόρες. Κεραυνοί. Εισέρχονται αι ΤΡΕΙΣ ΜΑΓΙΣΣΑΙ. Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ Πού ήσουν αδελφή μου; Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ Χοίρους έσφαζα. Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ Συ, αδελφή, πού ήσουν; Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ Μία ναύτισσα εις την ποδιά της μέσα είχε κάστανα κ' εμάσσα, 'μάσσα 'μάσσα. — Δος μου, λέγω της. — Κρημνίσου, στρίγγλα, λέγει, πήγαιν' απ' εδώ Και μ' έδιωξ' η βρωμούσα, η αχόρταγη!

Ο Ρένας δε μπόρεσε να κρατήσει το γέλιο του, και παραμερίζοντας τον κληρωτό έπιασε τη φανέλλα και το σαπούνι. — Το μαλλί είναι ίδιο, άρχισε να εξηγεί στον κληρωτό, με το γάιδαρο που καταλαβαίνει τον αγωγιάτη του για ατζαμή και πρωτόπειρο, και σταματά σε κάθε βήμα, σκύβει το κεφάλι του δεξιά κι' αριστερά στο δρόμο, αρπάζει το χορτάρι και το μασσά με την ησυχία του.