United States or Taiwan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτός τον έφαγε και το μακαρίτη! αναστέναξε ο Μαθιός. Το σκουλήκι στην καρδιά. — Την αγαπούσε το λοιπόν με τα σωστά του; ρώτησε ο Θανάσης. Εγώ έλεγα πως χωράτευε. — Γυρεύεις τώρα; είπε ο Γιαννιός. Εκεί που βρίσκεται, κι αν την αγαπούσε τηνέ ξέχασε. Πώς το λες αυτό; είπε ο Μαθιός χτυπώντας το ποτήρι του στο τραπέζι Ξέρεις τι γίνεται μαθές στον άλλον κόσμο; Γύρισε κανένας και σούφερε τα μαντάτα!

Το πήρε απόφασι και προχώρησε με αποφασιστικό βήμα. — Καλώς το Μαθιό. Άργησες, καλότυχε. Το γράμμα... Φέρε μας το γράμμα. Και άπλωσε το χέρι από το παράθυρο, να πάρη το γράμμα. Ο Μαθιός κοντοστάθηκε, ξαφνισμένος. — Μακάρι να είχα, παιδί μου. Στο χέρι μου είνε; Με το άλλο, πρώτα ο Θεός, ελπίζω να σας ευχαριστήσω. Κάνετε υπομονή. — Δε γίνεται, είπε η Ουρανίτσα. Το γράμμα τώχω. Ψάξε να το βρης.

Σε λίγο ο Μαθιός με τη στίβα τα γράμματα στα χέρια ξεκίνησε για τη διανομή. Στο δρόμο κοντοστάθηκε, δεν ήθελε να περάση από το σπίτι του Λαλεχού. Φοβότανε τις κακοτοπιές. Μα τι να κάμη; Εκεί δίπλα είχε να δώση γράμμα. Δεν μπορούσε να κάμη αλλοιώς. Έκαμε κουράγιο και τράβηξε. Από μακρυά το μάτι του πήρε την Ουρανίτσα στο παράθυρο. Έκαμε να στρήψη το σοκάκι, μα ήταν αργά.

Ο Μαθιός δεν επέμεινε περισσότερον, και ήρχισε ν' αναλογίζεται τα κατ' αυτήν, όσον μέρος της τύχης της και της ζωής της ήτο γνωστόν αυτώ. Διότι η νεαρά γυνή είχε σχετισθή με τους οικείους του κατά την βραχείαν διατριβήν της εν τη νήσω. Δεν ήτο η Λιαλιώ εις την πρώτην της νεότητα, καίτοι έσωζεν όλην σχεδόν την παρθενικήν δρόσον. Ουδ' ήτο νεόνυμφος εις τον μετά του κυρ-Μοναχάκη γάμον της.

Αλλ' η σκαμπαβία απείχε τώρα από τον όρμον, προς ον έπλεε, τον τριπλούν του δρόμου όσον απείχεν η βαρκούλα. Και αν η πρώτη είχε τριπλήν δύναμη κοπών, είχεν όμως και πενταπλούν όγκον και τριπλάσιον βύθισμα. Ο Μαθιός είδεν εγκαίρως την στροφήν την οποίαν έκαμεν αιφνιδίως η σκαμπαβία, και υπέδειξε το πράγμα εις την σύντροφόν του. — Κύτταξε, είπε· μας κυνηγούν.

Να ψάξης να βρης το γράμμα. — Μη με χασομεράς, κυρά μου, είπε ο Μαθιός. Δεν τώφαγα το γράμμα σας. Σαν είχα σας τώδινα. Το αίμα τού είχε ανεβή στο κεφάλι. Έκαμε να φύγη. — Πού πας; Να ψάξης να μας βρης το γράμμα. Σαν τώχασες να πας να το βρης. — Μπορεί και να χάθηκε, είπε πάλι ο Μαθιός. Από μέσα του τους λυπότανε κιόλα. — Μπορεί και να χάθηκε στα δρόμο. Εδώ ανθρώποι χάνονται.

Ας ευχαριστηθή η ψυχή του εκεί που βρίσκεται. Οι άλλοι χαμογελάσανε πικρά. — Παράξενο σου φαίνεται; ξαναείπε ο Μαθιός. Άνθρωπος και δέντρο ένα πράμμα είνε. Όπως συνηθίση κανένας. Άλλα δέντρα διψάνε το νερό και τούτο διψάει το κρασί. — Αλλοίμονο! είπε ο Θανάσης ο Βιόλας. Ο άνθρωπος πάει και τούτο μένει Ποιος το ξέρει; Όλοι μας θα πάμε και τούτο θα βρίσκεται ακόμα. Θα ψηλώνη και θα θεριέβη.

Ο Μαθιός εστήριξε τας δύο χείρας εις την πρώραν, ανεστήλωσε τους δύο πόδας όπισθεν, ώθησε με όλην την δύναμίν του, και η μικρά φελούκα ενέδωκε και έπεσε μετά πλαταγισμού εις την θάλασσαν. Παρ' ολίγον του έφευγε, υπείκουσα εις την σφοδράν ώθησιν, διότι δεν είχε προβλέψει να κρατήση την μπαρούμαν, το σχοινίον της πρώρας.

Ωχ! καϋμένε! μουρμούρισε ο Γιαννιός. Είσαι μικρός ακόμα και δεν ξέρεις τον κόσμο. Εδώ ξεχνάνε οι ζωντανοί και τους πεθαμμένους γυρεύεις; Δε στρήβεις το καντούνι να τηνέ ιδής! Στο παραθύρι κάθεται και... «μήλο καθαρίζει», που λέει και το τραγούδι. Ο Μαθιός σήκωσε το ποτήρι του και τάδειασε ως τον πάτο. Ήτανε σαν αλαφιασμένος. — Και τι με τούτο; είπε.

Η Λιαλιώ επίσης υφίστατο άγνωστον θέλγητρον, και τα βλέμματά των συνηντήθησαν. — Κάνουμε πανιά; επανέλαβεν η νεαρά γυνή. Φαίνεται, δεν είχε παύσει να το σκέπτεται, αφότου πρώτην φοράν το είπε, και το έλεγε με τόσον αφελή και φυσικόν τρόπον, ως να ηρμήνευε τι εφρόνουν και οι δύο. — Κάνουμε, απήντησεν ασυνειδήτως ο Μαθιός. Και επειδή δεν είξευρε τι έλεγε, την φοράν ταύτην ουδ' ηρώτησε &με τι&.