United States or Laos ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ανάμενα λοιπόν εις την πόλιν Σουράτ μερικές ημέρες διά να εύρω κανένα πλοίον, που να μισεύη διά την Μπάσραν με το οποίον να ήθελα έλθει εις την πατρίδα μου και εις αυτό το αναμεταξύ μην έχοντας τι να κάμω εσεργιάνιζα καθημερινώς εις αυτήν την πόλιν διά να ιδώ τα πλέον περίεργα, που εις αυτήν ήταν· επειδή και αυτή η πόλις ήτον πλέον ωραιοτέρα από τες άλλες της Ινδίας.

Αλλ' η Αθηνά δεν άφινε τους ανδρικούς μνηστήραις απ' τους πικρούς ονειδισμούς να παύσουν, όπως κάμη 285 του Οδυσσέα πλειά βαθειά να 'μπητα σπλάχνα ο πόνος. και άνδρας, 'που αγάπα τ' άδικα, μες τους μνηστήραις ήταν· Κτήσιπτος ωνομάζονταν, 'ς την Σάμη κατοικούσε· εις τα περίσσια πλούτη του θαρρώντας, την γυναίκα του Οδυσσέα μνήστευε του πολυεξωρισμένου. 290 εκείνος τότε ωμίλησε των υβριστών μνηστήρων· «'Σ ό,τι θα ειπώ προσέξετε, μνηστήρες ανδρειωμένοι· ίσην μερίδ' απόλαυσεν ο ξένος, ως αρμόζει· καλό δεν είν' ή δίκαιον να στερηθούν οι ξένοι του Τηλεμάχου, οπ' έρχονταιτο δώμα τούτο ικέταις. 295 αλλ' ας του δώσω χάρισμα κ' εγώ, να το προσφέρη και αυτός εις την λουτράρισσαν, ή 'ς άλλην απ' ταις δούλαις 'που ευρίσκονταιτα δώματα του θείου Οδυσσέα».

Το χτίριό της μεγάλο και σοβαρό· τις καμπάνες της πιο βροντερές, τους παπάδες της πιο καλοφορεμένους· τα κονίσματά της, τα ξεφτέρια, τους πολυέλαιους, το τέμπλο, τα μανουάλια πιο περίτεχνα. Κι αληθινά ήταν· δε μπορούσε νάχη παράπονο. Έμενε τώρα ν' αποχτήση κ' ένα θαματουργόν άγιο. Και να, που βρέθηκε το κόνισμα! Ήρθε ακάλεστο, λες κ' ήξερε την ανάγκη και την επιθυμία του.

Δυνατώτ' ήταν· και θηριά βουνίσια πολεμούσαν Δυνατώτατ'· και τρομερά τ' αφάνισαν διόλου· Μ' αυτούς περνούσα το λοιπόν, σαν ήρθ' από την Πύλον, Μακριά 'πό τόπον μακρινόν και μ' έκραξαν εκείνοι. Και πολεμούσα δα κ' εγώ κατά την δύναμίν μου· Όμως μ' αυτούς αδύνατον ήταν να πολεμήση Κανένας απ' τους τωρινούς της γης αυτής ανθρώπους. Και μ' άκουαν ταις συμβουλαίς, και πείθουνταντον λόγον.

Τότ' όλ' εκεί εφώναξαν οι Αχαιοί οι άλλοι Τον ιερέα να 'ντραπούν, και να δεχθούν τα λύτρα. Όμως ο Αγαμέμνονας δεν τ' άρεσ' ο Ατρείδης, Αλλά κακά τον έδιωξε, σκληρά προστάζοντάς τον. Κι' ο γέρος ανεχώρησεν οπίσω θυμωμένος. Και προσευχόμενος λοιπόν, τον άκουσ' ο Απόλλων, Ότ' επειδή πάρα πολύ αγαπημένος τ' ήταν· Κ' εις τους Αργείους έρριξε θανατηφόρον βέλος.

Ο ύπνος εκυρίευσεν ευθύς τας αισθήσεις μου, και αποκοιμήθηκα χωρίς να φάγω τίποτε· προς δε τα ξημερώματα της ερχομένης ημέρας κάποιες φωνές παραπονετικές και κλαύματα με έκαμαν να εξυπνήσω· εστάθηκα καμπόσον ήσυχος διά να καταλάβω τι ήτον, και μου εφάνη ότι αυτά τα παραπονέματα να ήταν ωσάν τινός γυναικός καταδικασμένης εις θάνατον, καθώς και αληθώς ήταν· και ακούσατε την ιστορίαν της.