Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025
Οι Τούρκοι δεν ενόησαν διόλου την αναχώρησιν των Ελλήνων, την έμαθον δε από ένα των εντοπίων χωρικών, όστις αυτομόλησεν εις τους εχθρούς· δεν ετόλμησαν όμως να καταδιώξωσιν εξ οπίσω τους Έλληνας την νύκτα, αλλά μόνον το πρωί περί τα ξημερώματα εφάνη μέρος του ιππικού των περί τα Χώστια.
Με τα ξημερώματα λοιπόν οι Μεθυμνιώτες νιοι εζητούσαν το παλαμάρι· κ' επειδή κανένας δεν ομολογούσε την κλεψιά, αφού οι νιοί κατηγόρησαν τους φιλευτάδες τους, αρμένιζαν γιαλό-γιαλό· κι όταν τράβηξαν τριάντα στάδια, αράζουνε στην εξοχή που κάθονταν η Χλόη κι ο Δάφνης. Επειδή τους φάνηκε πως ο κάμπος ήτανε καλός για να κυνηγήσουνε λαγούς.
Και προς τα ξημερώματα εθεώρησα από ένα παράθυρον της κασσέλας να ιδώ εις τι τόπον ευρίσκομαι, και δεν είδα άλλο παρά βουνά, κρημνούς, και μίαν φοβεράν έρημον· εις κάθε μέρος που έρριξα τους οφθαλμούς μου, δεν ημπόρεσα να ξανοίξω καμμιάς λογής κατοικίαν· ακολούθησα να τρέχω εις τον αέρα όλην εκείνην την ημέραν και την ακόλουθον νύκτα.
Ο Τελάλης μου απεκρίθη λέγοντας· ήξευρε καλώτατα, ότι απ' έξω από την πόρταν της χώρας είναι ένα σπήλαιον μιας μεγαλωτάτης ευρυχωρότητος, εις το οποίον εμπαίνουν από μίαν πόρταν, η οποία ανοίγει με μίαν δύναμιν ενός χαμαϊλιού, και πάλιν μοναχή της ξανακλεί· και τούτο γίνεται μίαν φοράν τον χρόνον· οι περίεργοι εμπαίνουν προς τα ξημερώματα εις αυτό· εκεί ευρίσκουν μίαν μεγάλην ποσότητα από βιβλία· διαλέγουν αυτοί εκείνα που θέλουν, και με ογληγορότητα τα παίρνουν μαζί τους και εβγαίνουν, διατί η πόρτα του σπηλαίου κλείεται μισή ώρα και δεκαπέντε λεπτά ύστερα που ανοίξη· και αν διά κακήν τύχην κανείς ήθελε μείνει μέσα μίαν στιγμήν περισσότερον από τον διατεταγμένον καιρόν, κλει η πόρτα, και μένει εκεί εις το σπήλαιον, και αποθαίνει από την πείναν καθώς συμβαίνει πολλάκις· επειδή και η πόρτα δεν ανοίγει πλέον, παρά εις έναν χρόνον.
Μισεύοντας το λοιπόν και οι τρεις απάνω εις τρία καλά άλογα, επεριπάτησαν όλην εκείνην την νύκτα χωρίς να σταματήσουν πουθενά, και εις τα ξημερώματα εξεπέζευσαν διά να αναπαυθούν εις ένα μεγαλώτατον λειβάδι, στολισμένον με πολυποίκιλα λουλούδια, που έδιδαν μεγάλην ηδονήν εις την όρασιν, και άκραν ευχαρίστησιν εις την όσφρησιν· εις δε το τέλος του λειβαδιού, ήτον ένα παλάτι θαυμασιώτατον, με ένα περιβόλι πολλά ωραίον, και κοντά εις αυτό έτρεχεν ένα κρυσταλλώδες νερόν.
Ένα πρωί — πάντα πρωί, ξημερώματα — να σου τον πάλι. — Δεν έφυγες, κυρ Νικολάκη; — Πού να φύγω; Έστειλε τίποτα αυτός ο αφωρεσμένος; Πού έξοδα να φύγω; Να πάω και μ' αδειανά χέρια στην πατρίδα, θα με διώξη η γερόντισσα. Αν θέλης όμως του λόγου σου με σώνεις. Ένας γρουσούζης, φαρμακομύτης, που τον είχαν επιστάτη στην πηγάδα, ψόφησε και πάει στο διάβολο, χθες το βράδυ.
Αρχίζει πάλ' ο γέροντας το πρώτο διάβασμά του, Και μέσ' απώνα σύγνεφο τους έκραξε να ιδούνε Όπου ξεφύτρωνε πουλί πούχε διπλό κεφάλι... Πλατειά φτερούγια ολάνοιχτα. Στη μια την απαλάμη Βαστούσε δίστομο σπαθί και με την άλλη σφίγγει Στεφανωμένονε Σταυρό. Ολόγυρά του αχτίδαις Και ξημερώματα γλυκά, και ξαστεριά και λάμψη...
Καλώς σας βρήκαμε... — Να σε πάρη ο Διάβολος! Δε βρήκα καλύτερη φιλοφρόνησι να δεχτώ το έκτακτο υποκείμενο, που με περίμενε στο γραφείο μου από τα ξημερώματα. Αυτό δεν είχε να κάμη τίποτε. Ο πρωινός μου μουσαφίρης, συνειθισμένος από παρόμοια δεξίματα, δέχτηκε τη φιλοφρόνησι μου με γέλια και χαρές.
Να ιδούμε πώς θα τελειώση όλη αυτή η ιστορία. Στο παλάτι δυνατή κρατάει τους ευνούχους ταραχή. Τα ξημερώματα γίνηκε καθώς λένε άγριος τσακωμός του Καίσαρα με την Ευνίκη. Όλα τα χαλκώματα που τώστειλε τ' αρχαία δώρο από τη Ραβέννα του Μαξιμιανού η κόρη, του τα τσάκισε και ούτε ένα στη συλλογή δεν του αφήκε. . . ΕΚΑΤΟΝΤ. Σωστός μαλλιογδαρμός με άλλα λόγια. . .
Αφού και επλεύσαμεν εκείνην όλην την νύκτα χωρίς να ηξεύρομεν που πηγαίνομεν, τα ξημερώματα βλέπομεν ένα μικρόν νησί και εβγήκαμεν εις την γην.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν